Θάνατος - Ταφή
Convert HTML to PDF

Για τους Χριστιανούς ο θάνατος είναι το πέρασμα του ανθρώπου από την επίγεια ζωή στην άλλη ζωή, την αιώνια. Πολλά έθιμα που σχετίζονταν με τον θάνατο και την ταφή στη βυζαντινή περίοδο κατάγονται από την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, και ορισμένα έχουν διατηρηθεί μέχρι τις μέρες μας, στην Ορθόδοξη Ανατολή.

Καλύτερος θάνατος θεωρούνταν αυτός που έβρισκε τον άνθρωπο στο σπίτι του, με την οικογένεια συγκεντρωμένη γύρω του, να του εκφράζει την αγάπη και τη συγγνώμη της, να ακούει τις τελευταίες του επιθυμίες και να δέχεται τις ευχές του (όπως πεθαίνει ο Διγενής Ακρίτας). Σε πολλές περιπτώσεις, λίγο πριν πεθάνει, ο ετοιμοθάνατος έκανε τη διαθήκη του σε συμβολαιογράφο και καλούσε ιερέα για την τελευταία του εξομολόγηση και μετάληψη. Γενικά, οι άνθρωποι πέθαιναν πολύ νεότεροι, σε σχέση με την εποχή μας, και μάλιστα από τους πολλούς επικήδειους λόγους που έχουν διασωθεί μέχρι τις μέρες μας, φαίνεται ότι πέθαιναν πολλά παιδιά και νέοι.

Όταν ο άνθρωπος πέθαινε του έκλειναν τα μάτια και έπλεναν το σώμα του με νερό και κρασί. Στη συνέχεια τύλιγαν τον νεκρό με λευκές υφασμάτινες ταινίες ή με ένα λευκό σεντόνι, δηλαδή τον σαβάνωναν, όπως στα πρώτα χρόνια της Ρωμαιοκρατίας, ή τον έντυναν με τα καλά τους ρούχα, τα γιορτινά, ανάλογα την κοινωνική και οικονομική τους κατάσταση. Υπήρξαν και περιπτώσεις κατά τις οποίες στο στόμα του νεκρού τοποθετούσαν ένα νόμισμα, τη δανάκη, για να πληρώσει με αυτό το πέρασμά του στον άλλον κόσμο. Έπειτα, έβαζαν τον νεκρό μέσα σε ένα φέρετρο ή κάπου ψηλά (πχ. σε ένα τραπέζι ή σε ένα κρεβάτι, με το κεφάλι του προς τη Δύση. Του σταύρωναν τα χέρια στο στήθος ή στην κοιλιά, και του έδιναν να κρατάει ένα εικόνισμα. Στόλιζαν το νεκροκρέβατο με κλαδιά από δέντρα και βότανα, όπως και στην αρχαιότητα. Οι αρχιερείς φορούσαν όλα τους τα άμφια, ενώ οι ιερωμένοι ή οι μοναχοί τυλίγονταν στο μαύρο ράσο τους και κρατούσαν στα χέρια τους το Ευαγγέλιο ή το ψαλτήριο.

Συνήθιζαν να αγρυπνούν τον πεθαμένο, δηλαδή μένανε μαζί του όλο το βράδυ πριν την κηδεία. Στην ολονυχτία οι στενοί συγγενείς εκδήλωναν πολύ έντονα το πένθος τους, φτάνοντας συχνά και σε υπερβολές όπως σκίσιμο των ρούχων τους, τράβηγμα των μαλλιών τους, μεγάλες κραυγές, χτύπημα με γροθιές του προσώπου και του κεφαλιού τους, με αποτέλεσμα οι Πατέρες της Εκκλησίας να επέμβουν και να συστήσουν να μετριαστούν αυτές οι πράξεις. Πολύ συνηθισμένα ήταν τα μοιρολόγια, τραγούδια λυπητερά που αναφέρονταν στις αρετές και τα προσόντα του νεκρού. Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που τα τραγούδια αυτά τα έλεγαν επαγγελματίες μοιρολογίστρες. Φαίνεται, όμως, ότι και αυτά έφτασαν στην υπερβολή, με αποτέλεσμα τον 14ο αιώνα με διάταγμα του δόγη της Βενετίας να απαγορευτούν, και μάλιστα με απειλή φυλάκισης και πληρωμή προστίμου για όσους δεν θα υπάκουαν.

Μετά την αγρύπνια του νεκρού, και αφού είχαν συμπληρωθεί είκοσι τέσσερις ώρες από τον θάνατό του, ο νεκρός μεταφερόταν στην εκκλησία όπου ψαλλόταν η νεκρώσιμη ακολουθία. Στη συνέχεια, φίλοι και συγγενείς ακολουθούσαν το φέρετρο που σήκωναν στα χέρια τους φίλοι του νεκρού ή επαγγελματίες, μέχρι τον τόπο ταφής. Ακολουθούσαν επίσης οι ιερείς, ψάλτες και πλήθος κόσμου με αναμμένα κεριά στα χέρια, ανάμεσα στους οποίους και μέλη της συντεχνίας στην οποία μπορεί να ήταν μέλος και ο νεκρός. Το βράδυ, μετά την κηδεία, η οικογένεια του νεκρού ετοίμαζε γεύμα για τους συγγενείς, τους φίλους, αλλά και τους κληρικούς.

Η ταφή των νεκρών ήταν υποχρεωτική, ακόμα και στον πόλεμο, όπως όριζαν τα στρατιωτικά τακτικά, κείμενα δηλαδή με οδηγίες που απευθύνονταν σε στρατιωτικούς.

Η μορφή του τάφου εξαρτιόταν από την κοινωνική θέση και τον οικονομική κατάσταση του νεκρού. Η πιο απλή και οικονομική περίπτωση ήταν ένα απλός λάκκος στο χώμα, που καλυπτόταν από πέτρινες πλάκες ή κεραμίδες. Κάποιοι τάφοι είχαν κτιστά τοιχώματα, σαν κουτί (κιβωτιόσχημοι) και από πάνω είχαν πάλι ένα καπάκι από πέτρα ή μια κτιστή καμάρα. Στο χώμα, πάνω από τον τάφο, στερεωνόταν ένας σταυρός, καθώς και μια πλάκα (επιτύμβια επιγραφή) στην οποία γράφανε το όνομα του νεκρού και την ηλικία του. Οι πλουσιότεροι τάφοι που προορίζονταν για τους αυτοκράτορες ήταν  σαρκοφάγοι, μεγάλα κιβώτια (φέρετρα) από μάρμαρο, πέτρα ή πηλό, μεγαλοπρεπή, με γλυπτή ή ζωγραφική διακόσμηση.

Μνημόσυνα στη μνήμη των νεκρών πραγματοποιούνταν την τρίτη, ένατη και τεσσαρακοστή ημέρα, καθώς και με τη συμπλήρωση ενός χρόνου από τον θάνατό τους. Στα μνημόσυνα, αρχικά, προσέφεραν φαγητό (νεκρόδειπνο) στους φτωχούς και στους παρευρισκόμενους φίλους και συγγενείς. Αργότερα τα γεύματα αυτά   αντικαταστάθηκαν, ειδικά στην ελληνική Ανατολή, από τα κόλλυβα, τα οποία προσφέρονται μέχρι τις μέρες μας. Τα κόλλυβα φτιάχνονται από βρασμένο σιτάρι, ανακατεμένο με σπόρους από ρόδι, αμύγδαλα, καρύδια, σταφίδες και κουκουνάρια.

Η δήλωση του πένθους για τους Βυζαντινούς αποτελούσε απαράβατο έθιμο που εκφραζόταν με διάφορους τρόπους. Εκτός από το κόψιμο των μαλλιών, που συχνά γινόταν στην αγρύπνια του νεκρού, οι στενοί συγγενείς του νεκρού συνήθιζαν να φορούν μαύρα ρούχα –οι βασιλείς φορούσαν λευκά– και απέφευγαν τα κοσμήματα. Επίσης, δεν πλένονταν και φορούσαν βρώμικα ρούχα, ενώ νήστευαν για κάποιο διάστημα. Σύμφωνα με ρωμαϊκή συνήθεια που επικράτησε και στο Βυζάντιο, το βαρύ πένθος διαρκούσε εννιά μέρες, ενώ το κανονικό τουλάχιστον ένα χρόνο.




Βιβλιογραφία (5)


Σχόλια (0)

Νέο Σχόλιο