Γέννηση
Convert HTML to PDF

Η γέννηση ενός παιδιού στο Βυζάντιο ήταν ένα ιδιαίτερα χαρμόσυνο γεγονός, ανεξάρτητα από το φύλο του παιδιού, παρόλο που οι γονείς σαφώς προτιμούσαν αγόρι, όπως και οι πρόγονοί τους, αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι. Χαρακτηριστικά, ο αρχαίος Έλληνας ποιητής Ευριπίδης έλεγε ότι τα αγόρια ήταν τα στηρίγματα (στύλοι) της οικογένειας, ενώ στη ρωμαϊκή κοινωνία ο άντρας ήταν ο αρχηγός της οικογένειας (πάτερ φαμίλιας) που είχε απόλυτη εξουσία σε όλη του την οικογένεια: αποφάσιζε για τη ζωή ή τον θάνατο των μελών της , πάντρευε τα παιδιά του, υιοθετούσε νέα μέλη, απελευθέρωνε τους δούλους, διέθετε όπως ήθελε την περιουσία του. Αντίθετα, τα κορίτσια ήταν μια επιβάρυνση για τους γονείς, ιδιαίτερα για όσους δεν ήταν πλούσιοι, εξαιτίας της προίκας που έπρεπε να τους δώσουν για να παντρευτούν.

Ένα ζευγάρι έπρεπε να αποκτήσει παιδιά. Για τις γυναίκες θεωρούσαν ότι με τη μητρότητα εκπλήρωναν τον κοινωνικό τους σκοπό. Εάν το ζευγάρι έμενε άτεκνο, θεωρούσαν αποκλειστικά υπεύθυνη τη γυναίκα, και μάλιστα κάποιοι το ερμήνευαν αυτό ως τιμωρία από τον Θεό.
Οι γυναίκες που επρόκειτο να γεννήσουν, τις παραμονές, εξομολογούνταν και κοινωνούσαν, και αυτό γιατί η γέννα εκείνη την εποχή είχε πολλούς κινδύνους, όχι μόνο για τη μητέρα, αλλά και για το παιδί. Γεννούσαν κυρίως στο σπίτι τους. Όμως, σε κάποια κείμενα διαβάζουμε ότι υπήρχαν και ειδικά διαμορφωμένοι χώροι, μαιευτήρια, για τον σκοπό αυτόν. Έτσι, από τον Βίο του αγίου Ιωάννη του Ελεήμονα μαθαίνουμε ότι στην Αλεξάνδρεια υπήρχαν επτά.

Τις γυναίκες βοηθούσαν να γεννήσουν οι μαμές, γυναίκες ηλικιωμένες που είχαν μεγάλη εμπειρία από γέννες. Όταν, όμως, η γέννα δεν εξελισσόταν ομαλά καλούσαν γιατρούς, οι οποίοι προσπαθούσαν να σώσουν τη μητέρα και το παιδί (με καισαρική τομή) είτε μόνο τη μητέρα αν δεν ήταν δυνατόν να σωθούν και οι δύο. Πληροφορίες για το πώς γεννούσαν οι γυναίκες έχουμε από εικόνες σε χειρόγραφα κείμενα εκείνης της εποχής: κάποιες δείχνουν τις γυναίκες ξαπλωμένες στο κρεβάτι τους (όπως και σήμερα), άλλες καθιστές σε ένα ειδικό κάθισμα, ενώ άλλες γεννούσαν όρθιες υποβασταζόμενες από τους ώμους.

Όταν γεννιόταν το μωρό, η μαία έκοβε τον ομφάλιο λώρο και φρόντιζε να βγει ο πλακούντας. Μετά αναλάμβανε το μωρό, ήλεγχε τις αισθήσεις του και επιβεβαίωνε ότι το μωρό ήταν υγιές.
Στη συνέχεια το έπλενε με χλιαρό νερό, αλατισμένο ή αρωματισμένο με βότανα, όπως μυρσίνη, δάφνη και σχίνο , που πίστευαν ότι δυνάμωναν το σώμα του. Μετά το μπάνιο τύλιγαν το νιννίον ή νιννίτσιν (όπως έλεγαν το μωρό) σε φασκιές (σπάργανα), δηλαδή σε μεγάλες πάνες γύρω από το σώμα που κρατούσαν τα χέρια και τα πόδια του ακίνητα, γιατί με αυτόν τον τρόπο πίστευαν ότι βοηθούσαν τα μέλη του να αναπτυχθούν όπως πρέπει, ίσια, να μην στραβώσουν δηλαδή από τις ασυντόνιστες και απότομες κινήσεις του μωρού. Αυτή η άποψη διατηρήθηκε μέχρι σχετικά πρόσφατα, πριν περίπου πενήντα χρόνια, αλλά πλέον στις μέρες μας θεωρείται ανθυγιεινό και επιζήμιο για την ανάπτυξη του παιδιού. Μετά την περιποίηση του μωρού, φύλαγαν κομμάτια από το άμνιο, δηλαδή τον σάκο που ήταν το μωρό μέσα στη μήτρα, που τυχόν είχε κολλήσει πάνω στο πρόσωπο του μωρού, γιατί πίστευαν ότι αυτό ήταν δείγμα καλής τύχης για το παιδί.

Μια γυναίκα που γεννούσε δεν είχε ακόμα ξεφύγει τον κίνδυνο: Από μόλυνση κατά τη διάρκεια της γέννας μπορούσε να πάθει πυρετό, τον επιλόχιο όπως τον λένε, ή ακόμα και αιμορραγία, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει η ζωή της. Τότε βέβαια δεν γνώριζαν τον λόγο και απέδιδαν τον κίνδυνο αυτόν σε μια κακιά μορφή την Γελλώ ή Γυλλώ, η οποία ήθελε το κακό των γυναικών και των παιδιών τους. Επίσης, μια άλλη προκατάληψη ήθελε την γυναίκα που μόλις είχε γεννήσει ακάθαρτη, μολυσμένη.

Αυτές οι αντιλήψεις είχαν σαν αποτέλεσμα την προστασία όσο το δυνατόν της μητέρας και του παιδιού τις πρώτες ημέρες που ακολουθούσαν τον τοκετό. Έτσι, η μητέρα (λεχώνα) έμενε επτά ημέρες απομονωμένη, και μάλιστα σύμφωνα με κανόνα που είχε επιβάλλει ο Νικηφόρος ο Ομολογητής, ούτε το μωρό της επιτρεπόταν να βρίσκεται μαζί της στο ίδιο δωμάτιο. Όταν συμπλήρωνε σαράντα ημέρες (τόσο όσο χρειαζόταν για να καθαρίσει τελείως από τη λοχεία) η γυναίκα έβγαινε από το σπίτι και πήγαινε στην εκκλησία μαζί με το μωρό της για να πάρει την ευχή της Εκκλησίας.

Όσο θήλαζε, είχε ειδική διατροφή, όπως: πολλά υγρά (πχ. σούπες), βρεγμένο παξιμάδι, αυγά και ένα φαγητό που το ονόμαζαν λοχόζεμα , το οποίο ήταν κρασί με ζάχαρη και κομμάτια κίτρου, ή ψημένο σιμιγδάλι με βούτυρο και μέλι.

Οι γνωστοί και φίλοι του ζευγαριού, τους επισκέπτονταν για να ευχηθούν για το μωρό και έφερναν δώρα όπως: φρούτα, καρπούς, γλυκίσματα, ακόμα και νομίσματα, ανάλογα με την οικονομική κατάστασή τους. Λίγο αργότερα η γέννηση του παιδιού εορταζόταν με συμπόσια, χορούς και τραγούδια. Γιορτή, επίσης, φαίνεται κάνανε στα γενέθλια, με δώρα και καλέσματα.

Τα ίδια έθιμα ίσχυαν και για τη γέννηση των βασιλοπαίδων. Όταν η αυτοκράτειρα ήταν έτοιμη να γεννήσει, μεταφερόταν σε ειδικό διαμέρισμα του ιερού παλατιού που ονομαζόταν Πορφύρα, γι’ αυτό και οι απόγονοι που γεννιούνταν εκεί ονομάζονταν Πορφυρογέννητοι. Η είδηση της γέννησης παιδιού του βασιλικού ζεύγους, και μάλιστα του διαδόχου, μεταφερόταν από αγγελιοφόρους στις πόλεις του κράτους, και οι υπήκοοι έστελναν στην πρωτεύουσα δώρα και ευχές, ανάλογα με το φύλο του νεογέννητου. Ο Πατριάρχης ήταν από τους πρώτους που επισκεπτόταν το βρέφος για να διαβιβάσει τις σχετικές ευχές του κλήρου. Με αφορμή το χαρμόσυνο γεγονός οργανώνονταν συμπόσια, γιορτές και ιππικοί αγώνες, όπου ανακοινωνόταν δημόσια το όνομα του διαδόχου.
 


Βιβλιογραφία (7)


Σχόλια (0)

Νέο Σχόλιο