Θάνατος - Ταφή
Convert HTML to PDF

Ο θάνατος δεν ήταν το τέλος της ζωής ούτε κατά την Ύστερη Αρχαιότητα ούτε στο Βυζάντιο· ήταν η θλιβερή στιγμή της μετάβασης από την επίγεια ζωή σε μιαν άλλη. Οι μυστηριακές θρησκείες της Ύστερης Αρχαιότητας ευαγγελίζονταν τη μεταθανάτια ζωή, που τοποθετούνταν στα Ηλύσια Πεδία, ενώ ο Χριστιανισμός, που επεκράτησε τελικά, αντιμετωπίζει τον θάνατο ως βήμα που οδηγεί στην πρόγευση της τελικής κρίσης.

Πολλά από τα έθιμα της τελευτής και της ταφής στο Βυζάντιο ακολουθούνται μέχρι τις μέρες μας στην Ορθόδοξη Ανατολή. Καλύτερος θάνατος θεωρείτο αυτός που συνέβαινε στο σπίτι με την οικογένεια συγκεντρωμένη γύρω από τον ετοιμοθάνατο, να του εκφράζει την αγάπη και τη συγγνώμη της, να ακούει τις τελευταίες του επιθυμίες και να δέχεται τις ευχές του. Για παράδειγμα, έτσι πεθαίνει ο Διγενής Ακρίτας, στο ομώνυμο έπος του. Συνήθως, όμως, λίγο πριν από το ψυχορράγημα, ο ετοιμοθάνατος συνέτασσε τη διαθήκη του σε συμβολαιογράφο και καλούσε ιερέα για την τελευταία εξομολόγηση και μετάληψη. Ο μέσος όρος ζωής στο Βυζάντιο κυμαινόταν μεταξύ των 30 και 35 χρόνων, αν συνυπολογιστούν τα ιδιαίτερα αυξημένα ποσοστά της παιδικής και νεανικής θνησιμότητας, που, όπως φαίνεται από τον μεγάλο αριθμό επικήδειων λόγων για παιδιά, έπλητταν πολλές οικογένειες.

Με την έλευση του θανάτου ακολουθούσε μια σειρά τελετουργικών πράξεων, πολλές από τις οποίες είλκαν την καταγωγή τους από την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα και σκοπό είχαν την προετοιμασία της πρόθεσης του νεκρού κατά την αγρυπνία στο σπίτι του. Αρχικά έκλειναν τα μάτια και το στόμα του νεκρού και έπλεναν το σώμα του με νερό και κρασί. Στην Πρώιμη Ρωμαιοκρατία, σαβάνωναν τον νεκρό, δηλαδή τον τύλιγαν με λευκές υφασμάτινες ταινίες ή με λευκό σεντόνι, ενώ συνηθέστερα τον έντυναν με γιορτινά ενδύματα, αναλόγως της κοινωνικής θέσης και της οικονομικής κατάστασής του. Δεν ήταν άγνωστη, επίσης, τη τοποθέτηση στο στόμα του νεκρού της δανάκης, του νομίσματος για την πληρωμή του ταξιδιού στον άλλον κόσμο. Έπειτα, έβαζαν τον νεκρό μέσα σε φέρετρο ή πάνω σε βάθρο ή σε κρεβάτι, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος ή την κοιλιά, με μια εικόνα ανάμεσα, και την κεφαλή προς τη Δύση. Στόλιζαν το νεκροκρέβατο με κλαδιά από δέντρα και βότανα, όπως συνέβαινε και στην αρχαιότητα. Οι αρχιερείς φορούσαν όλα τους τα άμφια, ενώ οι ιερωμένοι ή οι μοναχοί τυλίγονταν στο μαύρο ράσο τους και κρατούσαν στα χέρια τους το Ευαγγέλιο ή το ψαλτήριο.

Στην αγρυπνία οι πενθούντες, σε μία συμβολική της θυσίας πράξη, συνήθιζαν να κόβουν τα μαλλιά τους προς τιμήν του νεκρού. Κατά τη διάρκεια της ολονυχτίας ο θρήνος των στενών συγγενών εκφραζόταν με ολολυγμούς, τράβηγμα των μαλλιών, σκίσιμο των ρούχων, στηθοκόπημα ή γρονθοκόπημα του προσώπου και του κεφαλιού, προκαλώντας έτσι τις αντιδράσεις των Πατέρων της Εκκλησίας, που συνιστούσαν το μετριασμό της υπερβολής. Τα μοιρολόγια αποτελούν την πιο γνωστή έκφραση θλίψης και οδύνης για τον θάνατο του αγαπημένου προσώπου. Πρόκειται για θρηνητικά τραγούδια, που εκφέρονται όχι μόνο από συγγενείς, αλλά και από επαγγελματίες μοιρολογίστρες, που εξαίρουν τις αρετές του νεκρού και τις διανθίζουν ανάλογα με την ηλικία και την κοινωνική του θέση. Τον 14ο αιώνα διάταγμα του δόγη της Βενετίας απαγορεύει το μοιρολόγημα με ποινή φυλάκισης και χρηματικό πρόστιμο.

Μετά την τέλεση της κηδείας (εξόδιος ακολουθία) στην εκκλησία του οικισμού ή του νεκροταφείου, γινόταν η εκφορά του νεκρού. Η ταφή των νεκρών ήταν επιβεβλημένη, ακόμη και σε συνθήκες πολέμου, όπως όριζαν και τα στρατιωτικά τακτικά για τους πεσόντες σε μάχες. Καθώς δεν ήταν προκαθορισμένος ο χρόνος στον οποίο πραγματοποιόταν η ταφή, η τέλεσή της εξαρτιόταν κυρίως από τις κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούσαν σε κάθε περιοχή· πάντως δεν θα πρέπει να γινόταν πριν από την παρέλευση είκοσι τεσσάρων ωρών για την αποφυγή περιπτώσεων νεκροφάνειας. Το φέρετρο, μέσα στο οποίο κειτόταν ο νεκρός, μεταφερόταν από συγγενείς και φίλους ή και από επαγγελματίες νεκροφόρους ως τον τάφο. Η πομπή συνοδευόταν από ιερείς, ψάλτες και πλήθος κόσμου με αναμμένα κεριά στα χέρια. Σε περίπτωση που ο νεκρός ήταν μέλος συντεχνίας, τότε τα μέλη της όφειλαν να παρακολουθήσουν την κηδεία. Το βράδυ της κηδείας, μετά την επιστροφή στο σπίτι, η οικογένεια του νεκρού παρέθετε γεύμα, το περίδειπνο ή σύνδειπνο, στο οποίο παρευρίσκονταν συγγενείς, φίλοι, αλλά και κληρικοί.

Οι τάφοι είχαν μορφή που εξαρτιόταν από την κοινωνική θέση και τον πλούτο του νεκρού. Οι απλούστεροι τάφοι είναι οι λακκοειδείς, που αποτελούνταν από απλό λάκκο που καλυπτόταν από λίθινες πλάκες ή κεραμίδες (τάφοι καλυβίτες). Ορισμένοι τάφοι διέθεταν κτιστά τοιχώματα (κιβωτιόσχημοι) και καλύπτονταν με λίθινες πλάκες ή με κτιστή καμάρα. Στην επιφάνεια του εδάφους, πάνω από τον τάφο στερεωνόταν στο χώμα μια πλάκα ή ένας σταυρός με σχετική επιτύμβια επιγραφή, που έφερε το όνομα του νεκρού και την ηλικία του. Οι πλουσιότεροι τάφοι ήταν, βεβαίως, οι σαρκοφάγοι, όπως εκείνες που προορίζονταν για τους αυτοκράτορες.

Οι επιμνημόσυνες δεήσεις για την ανάπαυση της ψυχής των νεκρών τελούνταν κατά την 3η, την 9η και την 40η μέρα, αλλά και με τη συμπλήρωση ενός χρόνου από την ημέρα του θανάτου τους. Τα παραπάνω χρονικά διαστήματα ουσιαστικά δεν διαφέρουν από εκείνα των ρωμαϊκών Ροζαλίων.

Ωστόσο, στο χριστιανικό μνημόσυνο κύριο ρόλο παίζουν τα νεκρόδειπνα, που αρχικά μοιράζονταν στους φτωχούς και στους λοιπούς παρευρισκόμενους, αλλά αργότερα αντικαταστάθηκαν, ειδικά στην Ελληνική Ανατολή, από τα κόλλυβα, τα λεγόμενα και κανίσκια, που αποτελούνται από βρασμένο σιτάρι ανακατεμένο με σπόρους από ρόδι, αμύγδαλα, καρύδια, σταφίδες και κουκουνάρια.

Η δήλωση του πένθους για τους Βυζαντινούς αποτελούσε απαράβατο έθιμο που εκφραζόταν με διάφορους τρόπους. Εκτός από το κόψιμο των μαλλιών, οι πενθούντες συνήθιζαν να φορούν μαύρα ρούχα –οι βασιλείς φορούσαν λευκά– και απέφευγαν τα κοσμήματα. Επίσης, δεν πλένονταν και φορούσαν βρώμικα ρούχα, ενώ απείχαν για κάποιο διάστημα από το φαγητό. Σύμφωνα με τη ρωμαϊκή συνήθεια που επεκράτησε και στο Βυζάντιο, το βαρύ πένθος διαρκούσε εννιά μέρες, ενώ το κανονικό τουλάχιστον ένα χρόνο. 


Βιβλιογραφία (5)


Σχόλια (0)

Νέο Σχόλιο