Γάμος
Convert HTML to PDF

Ο γάμος αποτελούσε στο Βυζάντιο κορυφαίο θεσμό για τη ρύθμιση της συμβίωσης των δύο φύλων και τη νομιμοποίηση των φυσικών απογόνων των συζύγων. Για την Εκκλησία ο γάμος ήταν μυστήριο, στο οποίο ο άνδρας και η γυναίκα ευλογούνταν, ώστε να ζήσουν με ειρήνη και αμοιβαία αγάπη, κατ’ απομίμηση της ιερής ένωσης του Χριστού με την Εκκλησία. Με τον γάμο οι άνδρες καταξιώνονταν, αφού πετύχαιναν τη συνέχιση της οικογένειάς τους, ενώ οι γυναίκες εκπλήρωναν την κοινωνική τους αποστολή, τη γέννηση παιδιών.
 

Η επιλογή των συντρόφων και προϋποθέσεις του γάμου

Οι γυναίκες δεν είχαν την ελευθερία να επιλέξουν τον σύζυγο που ήθελαν. Ο πατέρας, κατά τα ρωμαϊκά ήθη, ήταν αυτός που αποφάσιζε για τον σύζυγο της κόρης του και χωρίς τη συγκατάθεση του πατέρα δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί γάμος, σύμφωνα με την ιουστινιάνεια νομοθεσία. Μόνη εξαίρεση: όταν ο υποψήφιος σύζυγος ήταν ανήθικος ή βάναυσος, τότε η κόρη μπορούσε να διαφωνήσει με τον πατέρα της. Επίσης, μια γυναίκα μπορούσε να επιλέξει τον σύζυγό της μόνο αν ήταν άγαμη και άνω των 25 ετών. Τις περισσότερες φορές, ωστόσο, την εύρεση κατάλληλου γαμπρού ή νύφης αναλάμβαναν προξενητές ή προξενήτρες, έναντι αμοιβής.

Στο Βυζάντιο η νόμιμη ηλικία γάμου για ένα κορίτσι ήταν τα δώδεκα χρόνια, ενώ για ένα αγόρι τα δεκατέσσερα, ηλικίες που σαφώς σχετίζονται με τη δυνατότητα τεκνοποίησης ή και με τη μεγάλη παιδική και νεανική θνησιμότητα. Δεν ήταν ωστόσο άγνωστη και η τέλεση γάμων με κορίτσια μικρότερης ηλικίας κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες και για ειδικούς λόγους. Επίσης, δεν ήταν άγνωστη η μεγάλη διαφορά ηλικίας μεταξύ των δύο συζύγων, ιδίως σε περιπτώσεις γυναικών που δέχονταν να παντρευτούν υπέργηρους άντρες, αντίθετα με τον εκκλησιαστικό κανόνα που απαγόρευε το γάμο σε άντρες άνω των εβδομήντα ετών.

Κατά την περίοδο της Ύστερης Αρχαιότητας, όπως και παλαιότερα, ο γάμος ήταν αποκλειστικά πολιτικός. Μόλις από το τέλος του 9ου αιώνα με σχετική Νεαρά του Λέοντος του Σοφού θεωρούνταν μόνος νόμιμος γάμος εκείνος που έχει ευλογηθεί από την Εκκλησία. Γενικότερα, αποφεύγονταν οι γάμοι μεταξύ πλούσιων και φτωχών (στον άντρα που με απάτη έλαβε σε γάμο γυναίκα από ανώτερη τάξη, επιβαλλόταν ποινή μαστίγωσης ή και ρινοκοπίας), ενώ απαγορεύονταν οι γάμοι μεταξύ κηδεμόνα και κηδεμονευομένης, οι γάμοι με μοναχούς ή ευνούχους και μεταξύ συγγενών πρώτου βαθμού. Άψογος και επαινετός ήταν μόνο ο πρώτος γάμος. Για τον δεύτερο γάμο υπήρχαν ορισμένοι περιορισμοί, ενώ ο τρίτος επιτρεπόταν μόνον για τους άνδρες κάτω των 40 χρόνων που δεν είχαν αποκτήσει φυσικούς απογόνους. Γενικά, η Εκκλησία ήταν ανεκτική απέναντι στον δεύτερο γάμο μετά από χηρεία ή διαζύγιο, σε καμία περίπτωση όμως ο γάμος αυτός δεν ενθαρρυνόταν.

Η εξεύρεση νύφης για τον βασιλέα ή τον διάδοχο του θρόνου αποτελούσε μία από τις βασικές φροντίδες του παλατιού. Τα προσόντα που θα έπρεπε να πληροί η υποψήφια νύφη ήταν η ευγένεια της καταγωγής, η παρθενία και το ήθος, κυρίως όμως οι γάμοι επισφράγιζαν συνθήκες ή πολιτικές και στρατιωτικές συμφωνίες. Ωστόσο, υπάρχουν πληροφορίες για διοργάνωση ιδιότυπων «νυφικών καλλιστείων», όπου σεμνές και ευειδείς νεαρές αριστοκράτισσες συγκεντρώνονταν συνήθως από την βασιλομήτορα, για την επιλογή της καταλληλότερης νύφη. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι περιορισμοί που ίσχυαν για τους υπηκόους το κράτους, όπως η απαγόρευση σύναψης γάμου μεταξύ ανθρώπων με διαφορετικό θρήσκευμα ή δόγμα ή μεταξύ συγγενών, δεν ίσχυαν για τους βασιλικούς γάμους. Επίσης, η (μικρή) ηλικία των πριγκιπισσών ήταν μάλλον αδιάφορη όταν επρόκειτο να συναφθεί γάμος με μεγάλη πολιτική σημασία, ενώ αναφέρονται και πολλοί γάμοι με τεράστια διαφορά ηλικίας. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν ο γάμος του 50χρονου Ανδρόνικου Α’ με την 11χρονη κόρη του βασιλιά των Φράγκων, Άννα, καθώς και ο γάμος του 40χρονου κράλη της Σερβίας Μιλούτιν με την 5χρονη κόρη του Ανδρόνικου Παλαιολόγου, Σιμωνίδα.

Οι βασιλικοί γάμοι γιορτάζονταν με μεγάλη λαμπρότητα στην Κωνσταντινούπολη και σε άλλες πόλεις: αρματοδρομίες και παραστάσεις διοργανώνονταν στον ιππόδρομο, πλούσια γεύματα παραθέτονταν σε διάφορα σημεία, δωρεές δίνονταν σε φτωχούς και στην Εκκλησία, αλλά και κατάδικοι απελευθερώνονταν.


Η τέλεση του γάμου: τυπικό και γαμήλια έθιμα

Ο αρραβώνας (μνηστεία) ήταν προκαταρτικό στάδιο που περιοριζόταν στη συναίνεση των γονέων των μελλονύμφων, συμπληρωνόταν με την υπογραφή δεσμευτικών προγαμιαίων εγγράφων και επισφραγιζόταν με ανταλλαγή δακτυλιδιών ή φιλήματος. Ο νοτάριος συνέτασσε σχετικό προικοσύμφωνο, όπου γινόταν η περιγραφή της προίκας που δινόταν από την οικογένεια της νύφης, και οριζόταν το θεώρετρον ή υπόβολον, η προγαμιαία δωρεά του γαμπρού προς τη νύφη. Η δωρεά αυτή, που ήταν σε χρήματα ή κτήματα και σκοπό είχε να εξασφαλίσει τη γυναίκα μετά το θάνατο του συζύγου της, υπολογιζόταν κατ’ αναλογία προς την προίκα της. Συνήθως μεταξύ μνηστείας και γάμου μεσολαβούσε εύλογο χρονικό διάστημα, που δεν μπορούσε να υπερβαίνει τα δύο χρόνια. Από την εποχή του Λέοντος του Σοφού, όμως, ο γάμος ακολουθούσε πολύ σύντομα μετά τον αρραβώνα.

Αφού οριζόταν η ημερομηνία του γάμου, στέλνονταν καλέσματα (κλητούρια): οι γονείς των μελλόνυμφων έστελναν καλεστές στα σπίτια των προσκεκλημένων όπου άφηναν μήλα και λεμόνια ή κουλούρια ή μοσχοκάρφια ή παστέλι. Πολλά από τα γαμήλια έθιμα των Βυζαντινών, όπως η περιφορά της νύφης σε άμαξα, η κλοπή του ζυγού της άμαξας μετά την τελετή ή το λύσιμο της παρθενικής ζώνης, αποτελούν επιβιώσεις αρχαίων εθίμων που συμβολίζουν τη μετάβαση από τη μια κατάσταση στην άλλη, ώστε να εισαχθεί η νύφη στη νέα ζωή της.

Μία γιορτή που, σύμφωνα με τις πηγές, πραγματοποιόταν πριν από την τέλεση του γάμου ήταν αυτή των παστοπηγίων ή πασταδοπηγίων, που θυμίζει το σημερινό «στρώσιμο του κρεβατιού». Τότε ο νυφικός θάλαμος ραινόταν με άνθη και στολιζόταν με πολύτιμα υφάσματα, σκεύη και χρυσαφικά που βρίσκονταν σε κοινή θέα, ενώ οι παριστάμενοι τραγουδούσαν άσματα που επαινούσαν το ζευγάρι και τον έρωτά τους. Απαγορευτική εποχή για την τέλεση γάμων θεωρείτο από την Εκκλησία η περίοδος της Σαρακοστής, ενώ σύμφωνα με τις λαϊκές προλήψεις της εποχής ακατάλληλος μήνας για γάμο ήταν ο Μάιος.

Και οι δύο μελλόνυμφοι ντύνονταν επίσημα, ειδικά για την περίπτωση. Η νύφη ντυνόταν με τη βοήθεια των νυμφοστόλων, όπως στην αρχαιότητα, με λευκά και λεπτά χρυσοκόσμητα φορέματα και με κοσμήματα. Έβαζε ψιμύθια στο πρόσωπό της και συνήθως έβαφε τα μαλλιά της κόκκινα. Κατά τη ρωμαϊκή συνήθεια, καλυπτόταν με μακρύ πέπλο, που θα το ανασήκωνε για να φανερώσει το πρόσωπό της στον γαμπρό μετά την ολοκλήρωση της τελετής. Η περιποίηση του γαμπρού περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, κούρεμα και ψαλίδισμα της γενειάδας, ενώ δεν ήταν σπάνιο και το βάψιμο των μαλλιών και των φρυδιών, αν επρόκειτο για άντρα μεγαλύτερης ηλικίας. Οι καλεσμένοι έβαζαν τα γιορτινά τους ρούχα, που δεν μπορούσε να είναι μαύρου χρώματος.

Η γαμήλια πομπή προς την εκκλησία (οψίκιον) πραγματοποιόταν μέσα σε κλίμα γενικής χαράς και ευθυμίας υπό τους ήχους γαμήλιων τραγουδιών. Το ζευγάρι συνόδευαν συγγενείς και φίλοι, ενώ στο πέρασμά τους πολλοί τους έραιναν με άνθη και ροδοστάγματα. Με ανάλογο τρόπο γινόταν και η επιστροφή στο σπίτι του γαμπρού, όπου τους υποδεχόταν η μητέρα του συζύγου και τους οδηγούσε στο νυφικό δωμάτιο. Οι καλεσμένοι, οι άνδρες χωριστά από τις γυναίκες και τα παιδιά, διασκέδαζαν σε γλέντι ανάλογο με τις οικονομικές δυνατότητες των οικογενειών κ.ά.
 

Η λύση του γάμου

Το διαζύγιο, αν και βρίσκει σε γενικές γραμμές αντίθετη την Εκκλησία, απαντά με αρκετή συχνότητα στη βυζαντινή κοινωνία. Ορισμένοι από τους λόγους διαζυγίου, σύμφωνα με τη νομοθεσία της εποχής των Κομνηνών, είναι: η φυσική ανικανότητα του συζύγου, η οργάνωση συνωμοσίας εναντίον του κράτους και του αυτοκράτορα, η απόπειρα δολοφονίας του ενός συζύγου από τον άλλο, η φρενοβλάβεια του ενός συζύγου για παραπάνω από τρία χρόνια, η απουσία του ενός συζύγου για περισσότερα από πέντε χρόνια, ο εκούσιος εγκλεισμός του ενός συζύγου σε μοναστήρι, το μίσος του ενός συζύγου προς τον άλλο, η παραβίαση της συζυγικής πίστης κ.ά. 



Βιβλιογραφία (7)


Σχόλια (1)

Νέο Σχόλιο