Χημεία - Μεταλλουργία
Convert HTML to PDF

Η μελέτη και η άσκηση της Χημείας δεν πραγματοποιόταν σε επιστημονικά εργαστήρια ή σε ερευνητικά κέντρα, ούτε τα αποτελέσματα των σχετικών ερευνών ανακοινώνονταν σε επιστημονικά συνέδρια, όπως γίνεται στις μέρες μας. Κατά την ελληνορωμαϊ΄κή αρχαιότητα οι πειραματισμοί για τη χύτευση μετάλλων και την παραγωγή κραμάτων γίνονταν στα πλαίσια των κατά τόπους εργαστηρίων και οφείλονταν στο φιλοπερίεργο πνεύμα των τεχνιτών, που ήθελαν να βελτιώσουν την εργασία τους και την εμφάνιση και την αντοχή των προϊόντων τους. Άλλωστε, η εργασία στα πλαίσια των συντεχνιών δεν ευνοούσε την κοινοποίηση μεθόδων, εργαλείων και τεχνικών σε ευρύ κοινό.

Η περίπτωση της ενασχόλησης της αυτοκράτειρας Ζωής της Πορφυρογέννητης με την αρωματοποιία γύρω στα μέσα του 11ου αιώνα, προσφέρει ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα άσκησης της Χημείας εκτός συντεχνίας και με ιδιαίτερο στίγμα. Ο Μιχαήλ Ψελλός αναφέρει συγκεκριμένα ότι η αυτοκράτειρα δεν ασχολιόταν καθόλου με την υφαντική, όπως θα όφειλε, αλλά είχε μετατρέψει τον κοιτώνα της σε εργαστήριο μυρεψού (αρωματοποιού), σαν αυτά που διατηρούσαν όσοι ασκούσαν «βάναυσες τέχνες και επαγγέλματα με εμπύριο φόρο» στις αγορές: στο δωμάτιο της βασίλισσας υπήρχαν πολλές εστίες φωτιάς και πάνω τους ψήνονταν ή έβραζαν αρωματικές ύλες, ενώ θεραπαινίδες την βοηθούσαν τρίβοντας, κοπανώντας ή πλάθοντας ουσίες για αρώματα, αλοιφές και άλλα καλλυντικά που παρασκεύαζε. Οι πρώτες ύλες της αρωματοποιίας εισάγονταν κυρίως από την Ανατολή μέσω των Αράβων και των Τραπεζούντιων εμπόρων και οι μυρεψοί ήταν, σύμφωνα με το Επαρχικόν Βιβλίον του Λέοντα του Σοφού, υπεύθυνοι για την καθαρότητα των υλικών που χρησιμοποιούσαν.

Τα εργαστήρια των «βαναύσων τεχνών και επαγγελμάτων με εμπύριο φόρο» βρίσκονταν στη συνοικία των Χαλκοπρατείων και σε στοές στα βόρεια του Τετραπύλου στην Κωνσταντινούπολη, ενώ στη Θεσσαλονίκη ήταν συγκεντρωμένα στην περιοχή του ναού της Παναγίας των Χαλκέων. Γνωρίζουμε ότι η αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία παραχώρησε το 801 οικονομικά προνόμια σε επαγγελματίες για την αναζωογόνηση των τεχνών και ότι ο Λέων ο Σοφός με την 81η Νεαρά του επέτρεψε σε ιδιώτες τεχνίτες να παράγουν και να πουλούν αντικείμενα από πολύτιμα μέταλλα και πολύτιμους λίθους, καταργώντας βασικά το μονοπώλιο των βασιλικών εργαστηρίων που είχε εγκαθιδρυθεί επί Ιουστινιανού . Ο προσπορισμός των μετάλλων γινόταν από ορυχεία που λειτουργούσαν κυρίως στην ανατολική Μακεδονία και την Μικρά Ασία, ιδιαίτερα στην Παφλαγονία, τον Πόντο και την Κιλικία, και τη βόρεια Συρία, όπου εξορύσσονταν σίδηρος, χαλκός, μόλυβδος, κασσίτερος, ασήμι και χρυσός μέχρι τον 11ο αιώνα – στα μεταγενέστερα χρόνια το Βυζάντιο βασιζόταν όλο και περισσότερο στα μικρά μεταλλωρυχεία του Αιγαίου, όπως της Τρωάδας, της Χαλκιδικής, του Παγγαίου και της Θάσου. Η εξόρυξη και η επιτόπια κατεργασία των μεταλλευμάτων γινόταν με πατροπαράδοτες μεθόδους, σε χρήση ήδη από τη Ρωμαϊκή εποχή, και γι’ αυτό η τελική καθαρότητα των μετάλλων ήταν πολύ μικρή. Ωστόσο, οι χρυσοεψέται αναλάμβαναν τη βελτίωση της καθαρότητας του χρυσού, ενώ οι ζυγοστάται ήταν ειδικοί υπάλληλοι που έλεγχαν την καθαρότητα των μετάλλων. Κατά την Ύστερη Αρχαιότητα τα κέντρα παραγωγής προϊόντων από πολύτιμα μέταλλα ήταν πολλά και διάσπαρτα σε όλη την αυτοκρατορία (Κωνσταντινούπολη, Αντιόχεια, Δαμασκός, Ταρσός, Κύπρος, Αγγλία)· μετά τον 10ο αιώνα αντικείμενα από χρυσό και ασήμι κατασκευάζονταν αποκλειστικά στην Κωνσταντινούπολη και ίσως σε ελάχιστα εμπορικά κέντρα, όπου οι ανασκαφές έχουν φέρει στο φως μήτρες κοσμημάτων, όπως στην Κόρινθο, καθώς και σε πρωτεύουσες κρατών που τελούσαν υπό την επιρροή του Βυζαντίου, όπως η Πλίσκα και το Κίεβο. Στο μέσο Βυζάντιο περιορισμένες είναι οι αναφορές για πολύτιμα σκεύη που ήταν εκτεθειμένα στο παλάτι ή που ο αυτοκράτορας έστελνε ως διπλωματικά δώρα σε ηγεμόνες άλλων χωρών – τον 14ο αιώνα μόνον ο βαθύπλουτος Θεόδωρος Μετοχίτης χρησιμοποιούσε ασημένια σκεύη για το πλύσιμο των χεριών και των ποδιών του. Ο γνωστός λόγιος Βησσαρίων σε υπόμνημά του προς τον Κωνσταντίνο ΙΑ’ Παλαιολόγο έκανε έκκληση για μεταφορά τεχνολογίας από τη Δύση με την εγκατάσταση μηχανικών μύλων και μεγάλων υδροκίνητων φυσερών στα μεταλλεία για την απόπλυση και τον διαχωρισμό των μεταλλευμάτων. Η οικονομική δυσπραγία του κράτους στα χρόνια λίγο πριν από την Άλωση δεν επέτρεψε την μεταφορά τέτοιας τεχνολογίας· τα υδροκίνητα φυσερά εγκαταστάθηκαν για πρώτη φορά στα μεταλλεία των Σιδηροκαυσίων της Χαλκιδικής στα μέσα του 16ου αιώνα.

Η παραγωγή κάθε είδους μεταλλικών αντικειμένων στο Βυζάντιο βασίστηκε στην εκτεταμένη και συστηματική ανακύκλωση παλιότερων νομισμάτων και σκευών. Ωστόσο, ψήγματα μετάλλων μπορούσαν να συγκεντρωθούν σε μεταλλοφόρες περιοχές με περισυλλογή, η οποία αποτελούσε πάρεργο των χωρικών. Το λιώσιμο, η χύτευση, η σφυρηλάτηση, η δημιουργία φύλλων και ελασμάτων γίνονταν σε ειδικά εργαστήρια όπου έκαιγαν πυρές σε ψηλές θερμοκρασίες, με τη χρήση χειροκίνητων φυσερών. Η διακόσμηση πολύτιμων σκευών γίνονταν σε ειδικά χρυσοχοεία, που αναλάμβαναν και επιχρυσώσεις ασημένιων αντικειμένων με την τεχνική της θέρμανσης υδραργυρούχου χρυσού και τη συνακόλουθη εξάτμιση του υδραργύρου. Τυπικά μοναστηριών, έγγραφα δικαιοπραξιών και άλλες γραπτές πηγές μαρτυρούν τη λειτουργία μικρών εργαστηρίων σιδεράδων, χαλκωματάδων, κλειδοποιών, καρφαρείων (κατασκευαστών καρφιών), πετταλαρίων (πεταλωτήδων), μαχαιροποιών, κατηναρίων (κατασκευαστών αλυσίδων), και χρυσοχόων σε μονές και σε πόλεις της αυτοκρατορίας. Από την άλλη πλευρά, οι ανασκαφικές έρευνες σε μεσοβυζαντινούς οικισμούς, όπως η Ρεντίνα, έφερε στο φως ισχνά κατάλοιπα σιδηρουργείων, η παραγωγή των οποίων δεν φαίνεται να ξεπερνούσε τα όρια της οικοτεχνίας.

Είναι απίθανο όσοι εργάζονταν σε τέτοια εργαστήρια να είχαν κάποια γνώση της αλχημικής γραμματείας: τα περίεργα αυτά συγγράμματα συγκροτήθηκαν σε σώμα κατά την Ύστερη Αρχαιότητα, αλλά μέχρι σήμερα παρουσιάζουν δυσκολίες στην κατάταξη και την ερμηνεία τους. Η φιλοσοφική θεμελίωση της αλχημείας βασίστηκε στην ιδέα περί «συμπαθείας» των φυσικών φαινομένων, που εκφράστηκε κυρίως με τις θεωρίες νεοπλατωνικών φιλοσόφων, όπως του Ποσειδωνίου, του Πρόκλου και του Ιάμβλιχου. Επιπλέον, η αλχημεία στηρίχθηκε στην αποθησαυρισμένη πείρα της τέχνης της βαφής του μαλλιού και των υφασμάτων στην Αίγυπτο, η οποία, κατ’ αναλογίαν, μεταφέρθηκε στην τροποποίηση των φυσικών ιδιοτήτων της ύλης και, κατ’ επέκταση, οδήγησε στην ιδέα του μετασχηματισμού των λίθων και των μετάλλων· πράγματι, δεν είναι τυχαίο ότι ανάμεσα σε αφηρημένες, ατελείς και συχνά ψευδεπίγραφες συνταγές παρασκευής χρυσού ή ασημιού υπάρχουν και συνταγές για βαφή πορφύρας. Τα λιγοστά χειρόγραφα που διασώζουν αλχημικά πονήματα δείχνουν ότι οι Βυζαντινοί δεν αντέγραψαν μόνον τις παλαιές συνταγές, αλλά στις ήδη γνωστές πρόσθεσαν στοιχεία από μαγικές οδηγίες. Η κυκλοφορία των χειρογράφων αυτών ήταν αναμφισβήτητα περιορισμένη και διαβάζονταν μόνον από λίγους γνώστες, οι οποίοι δεν προχώρησαν σε καμία πρακτική εφαρμογή των συνταγών. Ακόμη και ο Μιχαήλ Ψελλός στο Περί χρυσοποιίας έργο του μένει στη θεωρία, δεν προτείνει καμία εργαστηριακή παρασκευή χρυσού, αλλά βλέπει τον υπάρχοντα πολύτιμο κόσμο ως μέσο για την αναζήτηση του «υπερουρανίου αγαθού».
 


Βιβλιογραφία (7)


Σχόλια (0)

Νέο Σχόλιο