Αρχιτεκτονική
Convert HTML to PDF

Το Βυζάντιο κληρονόμησε την παράδοση της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας στον τομέα των επιστημών, τη διαφύλαξε και τη σχολίασε σε μεγάλο βαθμό. Πολλοί είναι εκείνοι που υποστήριξαν και συνεχίζουν να υποστηρίζουν ότι στο Βυζάντιο δεν έγινε καμία πρωτότυπη συμβολή στην επιστήμη – η άποψη αυτή, όμως, δεν είναι ακριβής. Οι τομείς στους οποίους γίνεται περισσότερο έκδηλη η διαφοροποίηση του Βυζαντίου από την παλαιότερη παράδοση και η συμβολή του στην εξέλιξη της επιστήμης είναι η Αρχιτεκτονική και η Μηχανολογία.

Από τότε που άρχισε να μελετάται η μεσαιωνική Αρχιτεκτονική, στο επίκεντρο της συζήτησης βρίσκεται το ερώτημα αν οι αρχιτέκτονες του Βυζαντίου ήταν δημιουργοί ή αρχιμάστορες, αρχιεργάτες και εργοδηγοί. Κατά την περίοδο της Ύστερης Αρχαιότητας είναι γνωστό ότι λειτουργούσαν ειδικές σχολές τόσο στην Κωνσταντινούπολη όσο και στις μεγάλες πόλεις της επαρχίας, στις οποίες όσοι ήθελαν να γίνουν αρχιτέκτονες εμβάθυναν στα Στοιχεία του Ευκλείδη, στο De Architectura του Βιτρούβιου και βεβαίως στα έργα του Πάππου από την Αλεξάνδρεια, που είχε σχολιάσει συστηματικά τα έργα παλαιότερων μαθηματικών και τα είχε συγκεντρώσει σε σύνοψη στο έργο του Συναγωγαί. Ωστόσο, η εξειδίκευση είχε χαθεί ως έναν μεγάλο βαθμό: ο Ανθέμιος, ένας από του δύο «μηχανοποιούς» που έκτισαν την Αγία Σοφία δεν ήταν πραγματικός αρχιτέκτονας ή δεν ήταν μόνον αρχιτέκτονας: είχε συγγράψει βιβλία που αφορούσαν κλάδο της φυσικής (οπτική) και μηχανικές διατάξεις. Ο Ιουστινιανός εμπιστεύτηκε το μεγάλο έργο της Αγίας Σοφίας σ’ αυτόν, γιατί μάλλον θεώρησε ότι εκτός από τα τυπικά προσόντα διέθετε όλες τις απαραίτητες αρετές για το σχεδιασμό και την επίβλεψη του έργου. Επιπλέον, την εποχή αυτή ήταν καθοριστική η επίδραση της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας και των αισθητικών της θεωριών, ειδικά μάλιστα του Πλωτίνου, για τη φυσική ανικανότητα των ανθρώπινων οργάνων να συλλάβουν την φύση και τον κόσμο (απαραίτητος όρος για την τέχνη ήταν η μίμηση) και για την περιφρόνηση της ατομικής δημιουργικότητας.

Στο μέσο και ύστερο Βυζάντιο η εκπαίδευση των αρχιτεκτόνων δεν γινόταν σε κανενός είδους σχολή. Ωστόσο, όσοι ήθελαν να λάβουν θέση στον κρατικό μηχανισμό μπορούσαν να μορφωθούν στις σχολές της Κωνσταντινούπολης, όπου η αριθμητική και η γεωμετρία περιλαμβάνονταν στο πρόγραμμα των ανώτερων σπουδών, αλλά και τα πρακτικά μαθηματικά και οι άμεσες εφαρμογές τους ήταν γνωστά σε ευρύ κύκλο αξιωματούχων. Επίσης, τα στρατιωτικά Τακτικά και άλλα κείμενα που σχετίζονται με την τέχνη του πολέμου βασίζονται σε έργα προγενέστερων γεωμετρών και μηχανικών, και εφοδιάζουν με γνώσεις τους στρατιωτικούς τόσο για τις πολιορκητικές μηχανές όσο και για την κατασκευή υδαταγωγών, τειχών, λιμανιών και άλλων οικοδομημάτων. Επομένως, ο ρόλος του αρχιτέκτονα αναλαμβανόταν στο μέσο και ύστερο Βυζάντιο από άτομα άλλων ειδικοτήτων, οι γνώσεις των οποίων ήταν παραπάνω από αρκετές για να αντιμετωπίσουν τα πλέον δύσκολα προβλήματα στατικής, υπολογισμού επιφανειών και υλικών, αλλά και σχεδιασμού.

Μπορεί να μην έχει σωθεί κάποιο βυζαντινό εγχειρίδιο αρχιτεκτονικής, όπως αυτό του Βιτρουβίου, ούτε σχέδια κτιρίων, αλλά δεν πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία ότι σχέδια γίνονταν, και μάλιστα αρκετά λεπτομερή. Η Forma Urbis της εποχής των Σεβήρων που αποδίδει σε μάρμαρο το τοπογραφικό σχέδιο του κέντρου της πόλης της Ρώμης γύρω στο 200, και το σχέδιο της ιδεατής μονής από το μοναστήρι του Αγίου Γάλλου στη σημερινή Ελβετία, της εποχής γύρω στο 819-820, μας δίνουν μια ιδέα για τον τρόπο με τον οποίο θα σχεδίαζαν οι αρχιτέκτονες της εποχής: οι τοίχοι των κτιρίων αποδίδονταν υπό κλίμακα με χοντρές γραμμές, δεν σημειώνονταν οι τρόποι κάλυψης και τα παράθυρα, αλλά το σχέδιο του μοναστηριού του Αγίου Γάλλου έχει φιλοτεχνηθεί σε συνενωμένα κομμάτια περγαμηνής και υπομνηματισθεί με λεζάντα με το όνομα ή τη χρήση του κάθε χώρου. Όσο για την ύπαρξη και χρήση αρχιτεκτονικών ομοιωμάτων ή μακετών, οι μνείες των πηγών μιλούν για προπλάσματα από φθαρτά υλικά (κερί, ξύλο), ενώ ελάχιστα είναι όσα μας έχουν σωθεί, όπως λόγου χάρη τα ομοιώματα των εκκλησιών από την Χερσώνα της Κριμαίας που είναι κατασκευασμένα από λίθο. Ο σχεδιασμός, επίσης, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, καθώς είναι γνωστοί ναοί που ή ταυτίζονται απόλυτα στην κάτοψη και τις μορφολογικές λεπτομέρειες, όπως για παράδειγμα τα καθολικά των μονών Ιβήρων και Βατοπεδίου, ή αποτελούν σμικρύνσεις, όπως η Σώτειρα Λυκοδήμου στην Αθήνα που είναι κατά τα τρία τέταρτα σμίκρυνση του καθολικού του Οσίου Λουκά.

Η πρωτοτυπία της βυζαντινής αρχιτεκτονικής είναι περισσότερο πρόβλημα του σημερινού ιστορικού της αρχιτεκτονικής παρά του ίδιου του βυζαντινού αρχιτέκτονα, ο οποίος δεν αναζητούσε την επίδειξη με την υπογραφή των έργων του. Άλλωστε ήταν κι αυτός ένας τεχνίτης που ζούσε σε μια κοινωνία όπου θεωρούνταν αμαρτίες η έπαρση και η αυτοπροβολή, η κατάργηση της παράδοσης και ο κάθε είδους πειραματισμός. Ο ιστορικός της τέχνης είναι σήμερα ικανός να κατανοήσει τις δυσκολίες που συναντούσε ο αρχιτέκτονας του Βυζαντίου τόσο στο σχεδιασμό των κτιρίων που καλούνταν να κτίσει και την οργάνωση του εργοταξίου, όσο και στον προσπορισμό των υλικών και την ολοκλήρωση του έργου. Η πρωτοτυπία αποκαλύπτεται ιδίως στην αναπροσαρμογή των καθιερωμένων αρχιτεκτονικών τύπων και στην ιδιαίτερη χρήση των υλικών, ώστε να επιτυγχάνεται κάθε φορά η ευστάθεια, η αντοχή και η αισθητική απόλαυση. Σημαντικότεροι σταθμοί στην εξέλιξη ειδικά της ναοδομίας θεωρούνται η εύρεση (ή επαναχρησιμοποίηση) του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού με τρούλο τον 9ο αιώνα, η ανάπτυξή του στον οκταγωνικό ναό τον 11ο αιώνα, με τον διπλασιασμό των στηριγμάτων του τρούλου, και τη συμπλήρωσή του με περίστωα και παρεκκλήσια κατά την Παλαιολόγεια περίοδο.



Βιβλιογραφία (6)


Σχόλια (0)

Νέο Σχόλιο