Λουτρά
Convert HTML to PDF

Η καθαριότητα είναι μια κατάκτηση του αστικού πολιτισμού, όταν η αναγκαστική συμβίωση πολλών ανθρώπων σε περιορισμένο χώρο προϋποθέτει την υγιεινή και την ευπρέπεια. Επομένως, τα λουτρά απέβησαν από νωρίς ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της αστικής ζωής κατά την Ελληνική και τη Ρωμαϊκή Αρχαιότητα, δεδομένου ότι ελάχιστες ήταν οι κατοικίες που διέθεταν δική τους παροχή νερού. Αλλά τα λουτρά πρόσφεραν πολλά παραπάνω από τον απλό καθαρισμό του σώματος: ήταν κέντρα κοινωνικής ζωής, τόποι συνάντησης και ψυχαγωγίας. Οι κάτοικοι των πόλεων περνούσαν εκεί μεγάλο μέρος της μέρας τους αφού, εκτός από το μπάνιο τους, απολάμβαναν τις χαλαρωτικές ιδιότητες του νερού και έρχονταν σε επαφή με φίλους και οικείους, συζητούσαν για τις δουλειές τους, ενημερώνονταν και αντάλλασσαν απόψεις. Για τις γυναίκες, που δεν είχαν πολλές ευκαιρίες για δημόσιες εμφανίσεις, η μετάβαση στα λουτρά αποτελούσε ευκαιρία να επιδείξουν τα ρούχα, τα κοσμήματά και τα λουτρικά τους σκεύη, αλλά και να επιδοθούν σε συζητήσεις, χορούς και τραγούδια.

Τα λουτρά, γνωστά και ως βαλανεία, ήταν κτίρια με ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, που χρησιμοποιούσαν ειδική τεχνολογία για τη μεταφορά, τη χρήση και τη θέρμανση του νερού. Σε μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας τα λουτρά, που ονομάζονταν Θέρμες , ήταν δημόσια οικοδομήματα με συχνά μνημειακό χαρακτήρα. Ήταν πραγματικά συγκροτήματα μεγάλων αιθουσών και μικρών δωματίων, πλούσια διακοσμημένων με μάρμαρα στους τοίχους και τα δάπεδα, ψηφιδωτά και αγάλματα, πίνακες και εικόνες από τη φύση και την αυτοκρατορική εικονογραφία. Υπήρχαν όμως και ιδιωτικά λουτρά, μικρότερων διαστάσεων, τα οποία διέθεταν τους βασικούς χώρους από τους οποίους αποτελούνταν και οι μεγάλες Θέρμες: στον προθάλαμο βρισκόταν ο χώρος των αποχωρητηρίων και του αποδυτηρίου, όπου άλλαζαν τα ρούχα τους οι λουόμενοι, αφήνοντάς τα στη φύλαξη ειδικών υπαλλήλων, των καψάριων. Ακολουθούσαν, σε σειρά ή σε γωνιακή διάταξη, οι χώροι του κρύου λουτρού (ψυχρολούσιον ή frigidarium), του χλιαρού λουτρού (χλιαροψύχριον ή tepidarium), ενώ στο τέλος υπήρχαν οι αίθουσες για το θερμό λουτρό (ζεστόν ή caldarium). Στο αποδυτήριο υπήρχαν ράφια για τα ρούχα και πάγκοι για την αλλαγή, στις ψυχρές αίθουσες υπήρχαν μικρές δεξαμενές (πισίνες) για τον πρώτο καθαρισμό, βρύσες για ποδόλουτρα και νίψεις, ενώ στο θερμό λουτρό επιτυγχανόταν η εφίδρωση και ο τελικός καθαρισμός. Ο λουόμενος έπειτα έκανε, αν ήθελε, ένα μπάνιο με ψυχρό νερό και ακολουθούσε το στέγνωμα, η επάλειψη με μύρα και το ντύσιμο.

Η θέρμανση των χώρων του θερμού λουτρού γινόταν με τα υπόκαυστα, ένα σύστημα που χρησιμοποιούσε έναν πολύ χαμηλό υπόγειο χώρο και ένα υπερυψωμένο δάπεδο, που στηριζόταν πάνω σε πυκνές σειρές κτιστών πεσσίσκων ή στυλίσκων. Στον υπόγειο χώρο κάτω από το δάπεδο κυκλοφορούσε ζεστός αέρας που προερχόταν από την καύση κάρβουνων σε έναν συνεχόμενο κλίβανο (prefurnium). Ο θερμός αέρας δεν κυκλοφορούσε μόνο κάτω από το δάπεδο, αλλά και μέσα στους τοίχους και στην θολωτή οροφή της αίθουσας: πήλινοι αγωγοί (tubuli), ενσωματωμένοι στους τοίχους, επέτρεπαν την κίνηση του θερμού αέρα προς τα ψηλότερα σημεία, οπότε ψυχραινόταν και κατέβαινε προς το δάπεδο. Η κυκλική αυτή κίνηση του αέρα και η συνεχής παροχή καύσιμης ύλης επέτρεπε να διατηρείται σταθερή η υψηλή θερμοκρασία στο θερμό λουτρό.

Τα λουτρά λειτουργούσαν όλες τις μέρες της εβδομάδας και τις Κυριακές, εκτός από περιστάσεις ανομβρίας, σεισμού ή πολέμου. Τα επισκέπτονταν άνθρωποι κάθε φύλου, ηλικίας και κοινωνικής τάξης, συνήθως το πρωί ή το απόγευμα, ακόμη και το βράδυ, οπότε φωτίζονταν με κανδήλες που άναβαν με λάδι. Τα περισσότερα λουτρά ήταν δίδυμα, με δύο ξεχωριστές εισόδους και πτέρυγες αλλά με κοινή υπόκαυστη εγκατάσταση για λόγους οικονομίας, για τον διαχωρισμό των δύο φύλων. Αν ένα λουτρό δεν ήταν δίδυμο, ο χωρισμός των αντρών από τις γυναίκες αντιμετωπιζόταν με διαφορετικά ωράρια και ημέρες λειτουργίας. Υπάρχουν, ωστόσο, μαρτυρίες για την ύπαρξη μεικτών λουτρών παρά τις διαμαρτυρίες των Πατέρων της Εκκλησίας . Από τα ρωμαϊκά χρόνια, όμως, η χρήση μεικτών λουτρών ήταν ένδειξη ηθικής χαλαρότητας: αυτοκράτορες, όπως ο Αδριανός, ο Μάρκος Αυρήλιος και ο Αλέξανδρος Σεβήρος απαγόρευσαν την ταυτόχρονη λειτουργία λουτρών και για τα δύο φύλα. Οι επισκέπτες πλήρωναν εισιτήριο εισόδου, το βαλανικό, η αξία του οποίου διέφερε ανά τους αιώνες. Η είσοδος όμως ήταν δωρεάν σε ειδικές περιστάσεις: τα λουτρά του Ζευξίππου στην Κωνσταντινούπολη, άνοιγαν τις πύλες τους δωρεάν για το κοινό κάθε 11η Μαΐου, με την ευκαιρία του εορτασμού των εγκαινίων της πόλης.

Ιατροί και ιατρικά βιβλία της εποχής συνιστούσαν συχνότητα στο λούσιμο. Σύμφωνα με αυτά, τα λουτρά συνιστώνται όχι περισσότερες από τέσσερες φορές τον Ιανουάριο, έξι φορές το Μάρτιο και οκτώ φορές τον Απρίλιο. Αντίστοιχα, ο αριθμός των λουτρών ανά έτος που επιτρεπόταν σ’ έναν μοναχό κανονιζόταν από το τυπικό του μοναστηριού του και διέφερε από μονή σε μονή. Παρά την αυστηρότητα της Εκκλησίας για περιορισμό στη χρήση τους, για την αποφυγή ακροτήτων, και τον τονισμό της «αλουσίας» ως ασκητικής αρετής, ακόμη και κληρικοί επισκέπτονται τα δημόσια λουτρά, ενώ αρκετοί Πατέρες της Εκκλησίας εκφράζονται θετικά γι’ αυτά.

Από τον 7ο αιώνα οι μεγάλες Θέρμες έπεσαν σε αχρηστία και σε ερείπωση, εξαιτίας της μείωσης του πληθυσμού, της έλλειψης πόρων για εξασφάλιση νερού και του υψηλού κόστους της συντήρησής τους. Οι λόγοι αυτοί οδήγησαν στη μείωση του αριθμού και του μεγέθους των λουτρών τόσο στην πρωτεύουσα όσο και στις πόλεις της επαρχίας. Ελάχιστα είναι τα βυζαντινά λουτρά που σώζονται μέχρι τις ημέρες μας από τις περιόδους αυτές: μόνον ένα δίδυμο κοσμικό λουτρό της παλαιολόγειας περιόδου έχει σωθεί στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης, ενώ η πλειονότητα των υπόλοιπων είναι μοναστηριακά. Παρόλ’ αυτά, η παράδοση του λουτρού, πολυτελούς ή μη, διατηρήθηκε στα ανάκτορα της Κωνσταντινούπολης και, γενικά, στους αριστοκρατικούς κύκλους, όπως μαρτυρούν τα λουτρά που ίδρυσε ο Λέων ΣΤ’ . Σε αντίθεση με τους Βυζαντινούς, όπου η συχνή χρήση των λουτρών ήταν δεδομένη, στη Δύση το λουτρό ήταν ένδειξη αρρώστιας: η βυζαντινή πριγκίπισσα Θεοφανώ, που εστάλη να παντρευτεί τον Γερμανό βασιλέα Όθωνα Β’, κατηγορήθηκε από τους συγχρόνους της ως φιλάσθενη, επειδή έκανε συχνά μπάνιο.


Βιβλιογραφία (7)


Σχόλια (0)

Νέο Σχόλιο