Ο ναός των Αγίων Αναργύρων


Ο ναός των Αγίων Αναργύρων υψώνεται στην απότομη πλαγιά της βόρειας πλευράς της πόλης της Καστοριάς. Πρόκειται για μια τρίκλιτη βασιλική με νάρθηκα, με αρχική κάλυψη από τρεις καμάρες, που χρονολογείται στον 10ο-11ο αιώνα. Εσωτερικά, τα κλίτη χωρίζονται μεταξύ τους με τοίχους, τους οποίους διαπερνούν ασύμμετρα τοξωτά ανοίγματα. Το μεσαίο κλίτος είναι πλατύτερο και υπερυψωμένο σε σχέση με τα δύο πλαϊνά, και απολήγει στην ανατολική πλευρά σε ημικυλινδρική κόγχη. Ημικυλινδρικές, αλλά μικρότερων διαστάσεων, είναι και οι κόγχες των πλαϊνών κλιτών. Ο ναός φωτίζεται από λίγα δίλοβα παράθυρα στον φωταγωγό, ανά δύο σε κάθε μακριά πλευρά, και από ένα στις στενές (ανατολική και δυτική). Η τοιχοποιία του αποτελείται από ακανόνιστους λίθους, οι οποίοι εναλλάσσονται με ερυθρές κεράμους που σχηματίζουν διακοσμητικά σχήματα (ρόμβους, ήλιους, δένδρα και οδοντωτές ταινίες), και κονίαμα με αποτέλεσμα ένα υψηλό αισθητικό αποτέλεσμα.
 
Οι Άγιοι Ανάργυροι διαθέτουν γλυπτό διάκοσμο –τον μοναδικό στην Καστοριά– με ανάγλυφες παραστάσεις από ρόδακες, σταυρούς, αστέρες μέσα σε κύκλους, και ζώα. Στον ναό φυλάσσονται και τμήματα του μαρμάρινου τέμπλου που περισυλλέγησαν κατά τις αναστηλωτικές εργασίες.
Ο ναός είναι κατάγραφος με εξαιρετικές τοιχογραφίες σε επάλληλα στρώματα. Οι παραστάσεις του πρώτου στρώματος, που χρονολογείται γύρω στο 1000 μ.Χ., είναι ορατές κυρίως σε σημεία του νάρθηκα, όπου παλαιότερες επεμβάσεις έφεραν στο φως παραστάσεις των αγίων Βασιλείου και Νικολάου, καθώς και των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, και της μορφής του κεκοιμημένου Κωνσταντίνου. Οι παραστάσεις αυτές χαρακτηρίζονται από το έντονο περίγραμμα του προσώπου, την γραμμική απόδοση των χαρακτηριστικών και την περιορισμένη χρήση του αριθμού των χρωμάτων για την απόδοση των μορφών, καθώς και την απουσία όγκου.

Οι τοιχογραφίες του δευτέρου στρώματος του ναού χρονολογούνται στο β΄ μισό του 12ου αιώνα και, σύμφωνα με επιγραφές που διατηρούνται σε διάφορα σημεία του ναού και την κτητορική παράσταση στο βόρειο κλίτος, έγιναν με χορηγία του Θεόδωρου Λημνιώτη και της γυναίκας του Άννας Ραδηνής, οι οποίοι ανακαίνισαν το ναό και τον αφιέρωσαν στους αγίους Αναργύρους, με την επίκληση για την προσωπική τους υγεία. Στοιχεία της κτητορικής παράστασης και μιας άλλης στο νότιο κλίτος φανερώνουν πως οι κτήτορες έγιναν μοναχοί και πιθανότατα ο Θεόδωρος Λημνιώτης μετονομάστηκε σε: μοναχός Θεόφιλος Λημνιώτης.

Το εικονογραφικό πρόγραμμα του δεύτερου στρώματος, με σκηνές από το Δωδεκάορτο και τα Πάθη του Χριστού στο κεντρικό κλίτος, λειτουργικές στο Ιερό Βήμα, και βίους και μαρτύρια αγίων στα πλαϊνά κλίτη χαρακτηρίζεται από διαφορές στην τεχνοτροπία που υποδεικνύουν ότι στον κυρίως ναό εργάστηκαν δύο καλλιτέχνες με διαφορετική ζωγραφική αντίληψη. Στην πρώτη περίπτωση, οι άγιοι αποδίδονται με ιερατικότητα στη στάση, αυστηρούς στην έκφραση, με ωοειδή πρόσωπα, στρογγυλά και μεγάλα μάτια, και σπαθωτά φρύδια. Τα ενδύματά τους είναι πλούσια και με ποικιλία χρωμάτων, με αναδιπλώσεις στις πτυχώσεις που ακολουθούν την κίνηση του σώματος.

Οι παραστάσεις αυτού του ζωγράφου είναι αντιπροσωπευτικές της λεγόμενης «κομνήνειας δυναμικής τεχνοτροπίας» και παραπέμπουν στη ζωγραφική του Αγίου Γεωργίου στο Κουρμπίνοβο. Αντίθετα, οι μορφές του δεύτερου καλλιτέχνη, που χρονικά ελαφρώς προηγούνται, αποδίδονται άκαμπτες και ανέκφραστες, με γραμμικότητα στα πρόσωπα και τις πτυχώσεις των ενδυμάτων. Οι κύριες μορφές εμφανίζονται δυσανάλογα μεγάλες σε σχέση με τις δευτερεύουσες, ενώ σχεδόν απουσιάζουν παντελώς στοιχεία του περιβάλλοντος (αρχιτεκτονικού ή φυσικού χώρου). Ένας τρίτος ζωγράφος καλύπτει την επιφάνειες του νάρθηκα σύμφωνα με τη μνημειακή τάση που επικρατεί στην υστεροκομνήνεια ζωγραφική. Οι εξωτερικές τοιχογραφίες στη δυτική πρόσοψη με τη Δέηση, τους κορυφαίους αποστόλους και τους αγίους Αναργύρους και Νικόλαο χρονολογούνται στην ίδια εποχή.
 


Γλωσσάρι (9)

βασιλική: δρομικός τύπος εκκλησίας μεγάλων διαστάσεων. Εσωτερικά υποδιαιρούνταν συνήθως σε τρία ή και περισσότερα κλίτη. Κατά κανόνα το μεσαίο κλίτος καλύπτεται από υπερυψωμένη στέγη που διατρυπάται από παράθυρα που φωτίζουν τον χώρο.
νάρθηκας: ο νάρθηκας είναι η στενόμακρη αίθουσα που εκτείνεται σε όλο το μήκος της δυτικής πλευράς της βασιλικής. Προήλθε από την ανατολική στοά του αιθρίου, η οποία ενσωματώθηκε στον ναό. Χρησίμευε ως χώρος παραμονής των κατηχουμένων, οι οποίοι δεν επιτρεπόταν να παρακολουθήσουν το μυστήριο της Θείας Λειτουργίας.
κλίτη: οι διάδρομοι που διαμορφώνονται στο εσωτερικό των ναών μεταξύ των κιονοστοιχιών στις βασιλικές. Ο αριθμός τους ποικίλλει από τρία ως εννέα με ευρύτερο και ψηλότερο το κεντρικό.
κόγχη: η αψίδα. Εσωτερικά είναι ημικυκλική, ενώ εξωτερικά μπορεί να είναι πεταλόσχημη, ορθογώνια, τριφυλλόσχημη ή πολυγωνική.
δίλοβο παράθυρο: παράθυρο με δύο ανοίγματα που απολήγουν στην κορυφή σε τόξο. Τα ανοίγματα συνήθως χωρίζονται μεταξύ τους με αμφικιονίσκους.
τέμπλο: το φράγμα που χωρίζει το ιερό βήμα από τον υπόλοιπο ναό. Το τέμπλο μπορεί να είναι μαρμάρινο, ξυλόγλυπτο ή και κτιστό κοσμημένο με τοιχογραφίες. Φέρει εικόνες του Χριστού, της Παναγίας, του Αγ. Ιωάννη Προδρόμου, του τιμώμενου αγίου, των Αποστόλων και άλλων αγίων.
τοιχογραφία: ζωγραφική παράσταση στην επιφάνεια τοίχου ή οροφής οικοδομήματος.
Δωδεκάορτο: πρόκειται για τις δώδεκα μεγάλες εορτές της Ορθοδοξίας που σχετίζονται με τον βίο του Χριστού και της Παναγίας και ιστορούνται σε ισάριθμες σκηνές, αποτελώντας τον πυρήνα του εικονογραφικού προγράμματος ενός ναού. Πρόκειται συνήθως για: τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, τη Γέννηση του Χριστού, την Υπαπαντή, τη Βάπτιση, τη Μεταμόρφωση, την Ανάσταση του Λαζάρου, τη Βαϊοφόρο, τον Μυστικό Δείπνο, τη Σταύρωση, την Εις Άδου Κάθοδο, την Ψηλάφηση του Θωμά, την Ανάληψη και την Πεντηκοστή ή την Κοίμηση της Θεοτόκου.
βήμα (ιερό βήμα): πρόκειται για το ανατολικό τμήμα του ναού που καταλήγει σε αψίδα. Είναι συνήθως υπερυψωμένο σε σχέση με το δάπεδο του κυρίως ναού κατά ένα έως τρία σκαλοπάτια. Ο όρος προέρχεται από το αρχαίο ρήμα «βαίνω», και λόγω της ιερότητας και ιδιαιτερότητάς του ο χώρος ονομάστηκε ιερό βήμα.


Πληροφοριακά Κείμενα (0)


Βιβλιογραφία (13)

1. Ορλάνδος Α., Τα βυζαντινά μνημεία της Καστοριάς, 1938

2. Τσαμίσης Π., Η Kαστοριά και τα μνημεία της, Αθήναι, 1949

3. Πελεκανίδης Σ., Καστορία. Βυζαντιναί τοιχογραφίαι, Θεσσαλονίκη, 1953

4. Pelekanidis S., I piu antichi affreschi di Kastoria, 1964

5. Μπακιρτζής Ν., Επιγραφή στους Αγ. Αναργύρους Kαστοριάς, 1971

6. Malmquist, T., Byzantine 12th Century Frescoes in Kastoria. Agioi Anargyroi and Agios Nikolaos tou Kasnitzi, Uppsala, 1979

7. Wharton-Epstein A., Middle Byzantine Churches of Kastoria: Dates and Implications, 1980

8. Kυριακούδης Ε. Ν., Ο κτήτορας του ναού των Αγίων Αναργύρων Kαστοριάς Θεόδωρος (Θεόφιλος) Λημνιώτης, 1981

9. Πελεκανίδης Σ., Χατζηδάκης Μ., Καστοριά, Αθήνα, 1984

10. Panayiotidi Μ., La peinture monumentale en Grèce de la fin de l’Iconoclasme jusqu’à l’avènement des Comnènes (843-1081), 1986

11. Μουτσόπουλος, Νικόλαος Κ. , Εκκλησίες της Καστοριάς, 9ος–11ος αιώνας, Θεσσαλονίκη, 1992

12. Δρακοπούλου Ε., Η πόλη της Καστοριάς στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή εποχή (12ος – 16ος αι.) Ιστορία-Τέχνη-Επιγραφές, Αθήνα, 1997

13. Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού | Ναός Αγίων Αναργύρων Καστοριάς, http://odysseus.culture.gr/h/2/gh251.jsp?obj_id=6083&era=3&group=7


Σχόλια (0)