Κωνσταντινούπολη - Ρώμη: «Μέγας Κωνσταντίνος»

Θεσσαλονίκη - Μυστράς: «Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος»

Κωνσταντινούπολη - Κρήτη: «Νικηφόρος Φωκάς»

diadromi map

Aναζήτηση Διαδρομών

anan

Η πόλη
Convert HTML to PDF

Η πόλη της Καστοριάς βρίσκεται στη Δυτική Μακεδονία και είναι πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού.  Είναι χτισμένη ανάμεσα στα όρη Βέρνο (Βίστι) και Γράμμο, πάνω σε μία στενή χερσόνησο που διευρύνεται βαθμιαία καθώς εισέρχεται στη λίμνη Ορεστιάδα, γνωστή και ως Λίμνη της Καστοριάς. Η γεωγραφική της θέση και η φυσική της οχύρωση, περιβάλλεται από τη λίμνη σε όλες τις πλευρές εκτός από τη νότια, την ανέδειξαν ως ένα από τους σημαντικούς κόμβους της περιοχής της Δυτικής Μακεδονίας, γεγονός που συνέβαλε αποφασιστικά στην οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη της πόλης. Η περιοχή  έχει μακραίωνη ιστορία με τα πρώτα στοιχεία κατοίκησης να ανιχνεύονται ήδη από τη νεολιθική εποχή. Σύμφωνα με γραπτές πηγές, στην τοποθεσία που σήμερα βρίσκεται η Βυζαντινή Καστοριά, στα προχριστιανικά χρόνια υπήρχε η μία από τις δύο γνωστές πόλεις της Ορεστίδος, το Κέλετρον ή Κήλητρον το οποίο καταστράφηκε τελικά από βαρβαρικές επιδρομές τον 4ο-5ο αιώνα.
Ο ιστορικός Προκόπιος αναφέρει ότι στα ερείπια εκείνης της πόλης ίδρυσε τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός νέα οχυρωμένη πόλη που ονόμασε Διοκλητιανούπολη,  η οποία από τον 10ο αιώνα απαντά στις γραπτές πηγές ως Καστορία.
Στο πλαίσιο των οχυρωματικών έργων του Ιουστινιανού για την οργάνωση της άμυνας των πόλεων της αυτοκρατορίας ανοικοδομήθηκε στο λαιμό της χερσονήσου της Καστοριάς τείχος ενισχυμένο με ημικυκλικούς και κυκλικούς πύργους. Η ελεγχόμενη πρόσβαση στο εσωτερικό της πόλης εξασφαλιζόταν διαμέσου τριών πυλών του τείχους, από τις οποίες η κεντρική απείχε μόλις 100μ. από τη γέφυρα για τη διάβαση της τάφρου που υπήρχε έξω από το τείχος της πόλης.
Στην πόλη δε σώζονται κατάλοιπα μνημείων από την πρωτοβυζαντινή περίοδο εκτός από ένα κιονόκρανο που εντοπίστηκε στη δυτική πλευρά του τζαμιού Κουρσουμλί το οποίο συνηγορεί στην υπόθεση για ύπαρξη παλαιοχριστιανικής βασιλικής σε αυτή την περιοχή.
Εκτός από το τείχος του ισθμού υπήρχε ήδη από τα βυζαντινά χρόνια και το εσωτερικό τείχος της πόλης, η ακρόπολη, που με αφετηρία τη ΒΔ πλευρά και με κατεύθυνση παράλληλη προς τις δυο όχθες της λίμνης κατέληγε στην περιοχή βόρεια και ανατολικά του ναού της Παναγίας Κουμπελίδικης, ενσωματώνοντας τον στο εσωτερικό της πόλης. Κατά μήκος του περιβόλου αυτού υπήρχαν τουλάχιστον έξι πύλες επικοινωνίας με το εσωτερικό της πόλης. Παράλληλα με την ανοικοδόμηση του βυζαντινού οχυρωματικού περιβόλου, κατασκευάστηκε προς επιπλέον ενίσχυση της κεντρικής πύλης του Ιουστινιάνειου τείχους στο λαιμό της πόλης ένας ογκώδης πύργος.
Η σύνδεση της Kαστοριάς με την Εγνατία Οδό έκανε δυνατή την επικοινωνία της με το κέντρο της αυτοκρατορίας, την Kωνσταντινούπολη. Οι σχέσεις της με την πρωτεύουσα πιστοποιούνται σε όλη τη διάρκεια της Μεσοβυζαντινής περιόδου, κυρίως μέσα από τις πολιτιστικές εκφάνσεις τους, όπως αυτές φαίνονται στα μνημεία.
Κατά την περίοδο από τον 9ο ως τα τέλη του 14ου αιώνα το πλήθος των σωζόμενων ναών εντός αλλά και εκτός των τειχών, αποτελεί μαρτυρία της άνθησης που γνώρισε η πόλη κατά το διάστημα αυτό. Πρόκειται για τρίκλιτες βασιλικές, όπως ο Άγιος Στέφανος και οι Άγιοι Ανάργυροι, μονόχωρες εκκλησίες,  όπως η Παναγία η Μαυριώτισσα και ο Άγιος Αθανασίος και τρίκογχους ναούς, όπως η Παναγία η Κουμπελίδικη. Κύριο στοιχείο των τρίκλιτων βασιλικών της Καστοριάς είναι ο τονισμός του μεσαίου κλίτους με την έντονη υπερύψωση του φωταγωγού στον οποίο ανοίγονται μονόλοβα και λίγα δίλοβα παράθυρα. Εντυπωσιακή είναι και η περίτεχνη εξωτερική κεραμοπλαστική διακόσμηση με τις πήλινες πλάκες, ορθογώνιες, τετράγωνες, παραλληλόγραμμες και τριγωνικές, που περιτρέχουν συχνά ως ζωφόροι την ανώτατη, κάτω από τη στέγη, απόληξη των τοίχων ή περιβάλλουν σε διάφορα ύψη το σώμα του μνημείου, αλλά και τα σωζόμενα εικονογραφικά προγράμματα. Αρκετοί από τους ναούς αυτούς ήταν ιδιωτικοί, ενώ πολλοί λειτουργούσαν ως καθολικά μικρών μοναστηριών της Καστοριάς.
Παρόλο που η περιοχή μέσα στην ακρόπολη αποτελούσε την πυρήνα της βυζαντινής πόλης, η οικοδόμηση μνημείων εκτός των τειχών αποδεικνύουν ότι η Καστοριά σταδιακά επεκτεινόταν έξω από το τειχισμένο τμήμα της. Στη βορειοανατολική πλευρά της θα πρέπει να τοποθετήσουμε το οικιστικό κέντρο της εκτός των τειχών πόλης. Εκεί βρίσκουμε συγκεντρωμένα τα περισσότερα μνημεία που χρονολογούνται στα τέλη του 12ου αιώνα. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα περισσότερα μνημεία έχουν μία συνεχή χρήση που αποδεικνύεται από το γεγονός ότι έχουν περισσότερες από μία ανακατασκευές και διαφορετικές φάσεις διακόσμησης.
Η πόλη έχει πολυτάραχη ιστορία. Από το 927 μέχρι το 969 ήταν υπό την κατοχή των Βουλγάρων, που εκδιώχθηκαν από τους Πετσενέγγους με προτροπή των Βυζαντινών. Το 990 ο τσάρος των βουλγάρων Σαμουήλ κατά την επιδρομή του στον ελλαδικό χώρο κατέλαβε την Καστοριά. Το 1018 απελευθερώθηκε από τον Βασίλειο Β’ και έγινε ορμητήριο για τις στρατιωτικές του επιχειρήσεις. Το 1082 κατέλαβε την πόλη ο Βοημούνδος , γιος του αρχηγού των Νορμανδών Ροβέρτου Γυϊσκάρδου. Ένα χρόνο αργότερα, το 1083, την ανακατάλαβε ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός και άρχισε για την πόλη ένα διάστημα μακρόχρονης ειρήνης με αποτέλεσμα αξιοσημείωτη ακμή και ευημερία. Κατά το τέλος του 12ου αιώνα ίσως η πόλη κατακτήθηκε για λίγους μήνες από του Νορμανδούς, όταν το καλοκαίρι του 1185 διέσχισαν τη δυτική Μακεδονία κατευθυνόμενοι από το Δυρράχιο στη Θεσσαλονίκη.
Τα πρώτα χρόνια του 13ου αιώνα, η ευρύτερη περιοχή της Καστοριάς υπήρξε πεδίο δράσης Βουλγάρων επιδρομέων. Από το 1259 η Καστοριά αποτέλεσε τμήμα της αυτοκρατορίας της Νίκαιας και μετά της Κωνσταντινούπολης.
Στη συνέχεια του 13ου και του 14ου αιώνα, έως την άλωση της Κωνσταντινούπολης, Σέρβοι και Αλβανοί κατέλαβαν την Καστοριά για μικρό χρονικό διάστημα, ενώ η πόλη πέρασε στα χέρια των Τούρκων γύρω στο 1385.
Κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας η περιοχή κατάφερε να διατηρήσει την εθνική της συνείδηση και τη θρησκευτική της πίστη και εξελίχθηκε σε ένα από τα πιο σημαντικά εμπορικά και πνευματικά κέντρα των Βαλκανίων.
Κατά τον 15ο αιώνα η Καστοριά πληθυσμιακά συγκαταλέγεται στις μεγάλες πόλεις των Βαλκανίων.  Οι κάτοικοί της είναι κυρίως Χριστιανοί, αλλά σημαντική είναι και η παρουσία των Τούρκων και των Εβραίων.
Από τα μέσα του 15ου αιώνα υπάρχουν μαρτυρίες για την ύπαρξη στην Καστοριά συνοικιών ραφτών, χρυσοχόων και γουναράδων που εμπορεύονται έξω από τα σύνορα της οθωμανικής αυτοκρατορίας αποκτώντας πλούτο και κύρος.
Η άνθηση των τεχνών και των γραμμάτων κατά την περίοδο αυτή είναι αξιοσημείωτη. Η σημαντική καλλιτεχνική δραστηριότητα της Καστοριάς τα πρώτα χρόνια της τουρκοκρατίας εντοπίζεται στη δράση ενός εργαστηρίου που τοιχογράφησε τουλάχιστον πέντε μνημεία της πόλης και συνδέεται με έναν αρκετά μεγάλο αριθμό μνημείων όλης της βαλκανικής.
Ιστορικές πηγές της εποχής μαρτυρούν τις σχέσεις της Καστοριάς με μεγάλα εκκλησιαστικά, καλλιτεχνικά και εμπορικά κέντρα της κυρίως Ελλάδας και των Βαλκανίων. Δημιουργούνται νέοι δρόμοι που συνδέουν την περιοχή με την Αλβανία, την ανατολική Μακεδονία, τη Σερβία και τη Ρουμανία και αργότερα με την Αυστρία και την Ουγγαρία διευκολύνοντας τις μετακινήσεις αγαθών και τις εμπορικές συναλλαγές.
Τέλος κατά τον 16ο αιώνα εντείνεται η επικοινωνία με τη  Βενετία και πυκνώνουν όχι μόνο οι εμπορικές αλλά και οι πολιτιστικές σχέσεις όπως φανερώνουν οι επιρροές σε φορητές εικόνες και τοιχογραφίες της εποχής.
 


Βιβλιογραφία (7)


Σχόλια (0)

Νέο Σχόλιο