Τα κάστρα
Τα τείχη της Θεσσαλονίκης έχουν μακρά
ιστορία. Μπορεί σήμερα να γνωρίζουμε κυρίως τον Λευκό Πύργο, ωστόσο η οχύρωση
της πόλης άρχισε ήδη από την εποχή της ίδρυσης της πόλης στα ελληνιστικά χρόνια.
Τότε το τείχος είχε μικρότερη περίμετρο, καθώς η έκταση του οικισμού ήταν
μικρή, ίσως στα βόρεια της σημερινής Εγνατίας και μέχρι την οδό Ολυμπιάδος,
περίπου. Από το ελληνιστικό τείχος έχει ερευνηθεί μικρό τμήμα του ανατολικού
σκέλους, κτισμένο με το γνωστό ντόπιο πράσινο σχιστόλιθο.
Η
κύρια οχύρωση της πόλης ανήκει στην Ύστερη Αρχαιότητα. Η πρώτη φάση της
οχύρωσης ανήκει στα μέσα του 3ου αιώνα για την απώθηση επιδρομών των Γότθων . Άλλες
οικοδομικές φάσεις έχουν αποδοθεί από την πρόσφατη έρευνα σε αυτοκράτορες του 4ου
αιώνα, τον Μεγάλο Κωνσταντίνο , τον Ιουλιανό και τον Θεοδόσιο τον Α’ . Και οι
τρεις ενίσχυσαν το παλαιότερο τείχος κτίζοντας τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά
των πύργων και των μεσοπυργίων διαδοχικές επιδερμίδες ως επικαλύψεις των παλαιότερων
τειχών. Στη φάση του Θεοδοσίου του Α’, το τείχος του ανατολικού και του δυτικού
σκέλους διέθετε εναλλαγή τριγωνικών και ορθογωνίων πύργων σε κοντινά διαστήματα
μεταξύ τους για την ενίσχυση της άμυνας· ειδικότερα το νότιο τμήμα του δυτικού
τείχους κτίστηκε με ειδώλια από το θέατρο-στάδιο της πόλης και άλλο μαρμάρινο
υλικό σε δεύτερη χρήση. Την εποχή του αυτοκράτορα Μαυρικίου ο επίσκοπος της
πόλης Ευσέβιος χορήγησε την επισκευή του θαλασσίου τείχους, σύμφωνα με
επιγραφή. Την εποχή του αυτοκράτορα Ηρακλείου ενισχύθηκε το βόρειο σκέλος του
τείχους, με κύρια χαρακτηριστικά το ανάμεικτο σύστημα τοιχοποιίας (opus
mixtum), με εναλλαγή
στρώσεων από τούβλα και αργολιθοδομή, και με πολλούς πλίνθινους σταυρούς ανά
διαστήματα, που είχαν μάλλον προφυλακτικό χαρακτήρα. Μετά από την ανάρρωση της
πόλης από την κατάληψη των Σαρακηνών, θα πρέπει να κτίστηκε η ακρόπολη, στο
ψηλότερο σημείο της οποίας κτίστηκε το Επταπύργιο, που σήμερα αποτελεί
σύμπλεγμα κτιρίων από τη μεσοβυζαντινή ως και την περίοδο της Τουρκοκρατίας.
Τα
τείχη της πόλης επισκευάστηκαν πολλές φορές και επιγραφές διαφήμιζαν τα ονόματα
όσων επέβλεπαν τις εργασίες ή και τη χρονολογία αποπεράτωσης των έργων, όπως
για παράδειγμα, η εξής: «† Επί Μαρίνου βασιλικού πρωτοσπαθαρίου εκαινουργήθη
ούτος ο πύργος, επιστατούντος Κακίκη βασιλικού στράτορος, έτει από κτίσεως
κόσμου ‚ϛτο’ ινδικτιώνος ι’». Η χρονολογία από κτίσεως κόσμου (5508) ήταν ο
συνήθης τρόπος χρονολόγησης των Βυζαντινών, ενώ η ινδικτιών ήταν το έτος μιας
περιόδου δεκαπέντε ετών, που οριζόταν για φορολογικούς λόγους (επομένως, η
χρονολογία προκύπτει ότι είναι: ‚ϛτο’ ή
6370-5508= 862). Άλλες επιγραφές αναφέρουν επιστάτες ή χορηγούς επισκευών του
τείχους τον 12ο αιώνα, το 1316, το 1335-1336 επί Άννας Παλαιολογίνας και επί
Μανουήλ Β’ Παλαιολόγου .
Ονομαστός είναι ο πύργος της αλύσεως στο ΒΑ άκρο της οχύρωσης και το φρούριο
του Βαρδαρίου στο ΝΑ άκρο. Στο σημείο συνάντησης του βόρειου και του ανατολικού
σκέλους των τειχών, ο πύργος της αλύσεως αντικατέστησε προγενέστερο βυζαντινό,
γνωστό ως πύργο του τριγωνίου. Στις πηγές απαντά ως Τζιντζιρλή-Κουλέ (πύργος
της αλυσίδας) ή Κουσακλή-Κουλέ (ζωσμένος πύργος), λόγω της ύπαρξης λίθινου κοσμήτη , που περιβάλλει τον κορμό του πύργου, σαν
αλυσίδα. Στα δυτικά του λιμανιού, το φρούριο του Βαρδαρίου είναι γνωστό και ως Τοπ-Χανέ
ή Ταμπάκ-Χανέ από τα βυρσοδεψία που ήταν εγκατεστημένα στην περιοχή. Κτίστηκε
από τον σουλτάνο Σουλεϊμάν το Μεγαλοπρεπή
κατά τη διάρκεια σύντομης παραμονής του στην πόλη, το χειμώνα του 1546.
Αποτελείται από πεταλόμορφο περίβολο που εφάπτεται με το δυτικό σκέλος των τειχών
της πόλης, στη νότια πλευρά του οποίου υπάρχει ο ορθογώνιος πύργος «του αναγλύφου»,
από το ελληνιστικό ανάγλυφο που είναι εντοιχισμένο στον ανατολικό τοίχο του.
Ο Λευκός Πύργος, ο
γνωστότερος ίσως πύργος των τειχών της Θεσσαλονίκης, είναι κτισμένος στο σημείο
που διασταυρωνόταν το ανατολικό και το θαλάσσιο σκέλος των τειχών της πόλης. Η
χρονολογία κατασκευής του έχει τοποθετηθεί στα πρώτα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας. Πρόκειται για λιθόκτιστο ψηλόκορμο κυλινδρικό
οικοδόμημα, ύψους σχεδόν 34 μέτρων, που δεσπόζει στην παραλία της πόλης.
Διαθέτει ισόγειο και έξι ορόφους, σε κάθε έναν από τους οποίους σχηματίζεται μεγάλη
κεντρική κυκλική αίθουσα που ανοίγεται σε μικρότερα τετράπλευρα δωμάτια,
κτισμένα στο πάχος του εξωτερικού τοίχου. Οι όροφοι συνδέονται με κλιμακοστάσιο
που ανεβαίνει σαν κοχλίας μέσα στην εξωτερική τοιχοποιία του πύργου. Στην πρώτη
του οικοδομική φάση περιβαλλόταν από ιδιαίτερο πολυγωνικό τείχος με φυλάκια
στις γωνίες. Κατά την Οθωμανική περίοδο λειτουργούσε ως φυλακή βαρυποινιτών και
ήταν γνωστός και ως πύργος του αίματος ή πύργος του μαρτυρίου.
Βιβλιογραφία (6)▼
Σχόλια (0)▼
Νέο Σχόλιο▼