Τα τείχη


Τα πρώτα τείχη της πόλης οικοδομήθηκαν από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο. Εκτείνονταν από την Προποντίδα και κατέληγαν στον Κεράτιο Κόλπο, κλείνοντας την χερσόνησο από τη Δύση. Η πρώτη αυτή αμυντική γραμμή έχασε γρήγορα τη χρησιμότητά της, καθώς η ραγδαία ανάπτυξή της πόλης πολύ σύντομα υπερκάλυψε την έκταση που προστάτευε.

Τα νέα, χερσαία, τείχη που κτίστηκαν από το Θεοδόσιο τον Β’ και ολοκληρώθηκαν το 412-413, ανταποκρίνονταν στην τοπογραφική εξέλιξη της πόλης, κάλυπταν πολύ μεγαλύτερη έκταση και αναπτύσσονταν σε δύο γραμμές. Τα μεσοπύργια του κυρίως τείχους είχαν πάχος 4 μ. και ύψος περίπου 11 μ., έφεραν κατά διαστήματα ισχυρούς πύργους και εξωτερικά περιτρέχονταν από επικλινές έδαφος που έφτανε μέχρι το εξωτερικό τείχος. Υπολογίζεται ότι υπήρχαν περίπου 100 πύργοι κτισμένοι ανά 60 ή 70 μέτρα, με τετράγωνο ή πολυγωνικό σχήμα και επάλξεις σε τρείς πλευρές. Το εξωτερικό τείχος (προτείχισμα) είχε πάχος 2 μ. και ύψος περίπου 8,5 μ. και έφερε περίπου 70 πύργους. Η πρώτη γραμμή άμυνας ήταν η εξωτερική τάφρος, το πλάτος της οποίας κυμαινόταν μεταξύ 15 και 20 μ.  Κατά μήκος των τειχών υπήρχαν πύλες, εναλλάξ στρατιωτικές και μη, που οδηγούσαν σε διάφορα σημεία της πόλης, με σημαντικότερη τη λεγόμενη Χρυσή Πύλη από την οποία εισερχόταν ο αυτοκράτορας όταν επέστρεφε νικητής από τις εκστρατείες του για την τέλεση του καθιερωμένου θριάμβου του.
 
Τα θεοδοσιανά, όπως ονομάζονται, τείχη αποτέλεσαν την κύρια οχύρωση της Κωνσταντινούπολης σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Σημαντικές προσθήκες και επισκευαστικές εργασίες για να διορθωθούν ζημιές κυρίως από σεισμούς πραγματοποιήθηκαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Ηράκλειου και του Λέοντα του Ε’. Ο Ηράκλειος τροποποίησε επίσης ένα μικρό τμήμα στο βόρειο άκρο της θεοδοσιανής περιμέτρου, ώστε να επεκταθούν τα τείχη και να περιλάβουν το ναό των Βλαχερνών και την περιοχή γύρω από αυτόν.

Εκτός από τα χερσαία τείχη, η πόλη προστατευόταν και από την πλευρά της θάλασσας με τείχη μήκους 12 περίπου χλμ. που εκτεινόταν κατά μήκος του Κεράτιου, του Βοσπόρου και της Προποντίδας, πάνω σχεδόν στην ακτογραμμή. Τα θαλάσσια τείχη ανήκαν στο ίδιο οχυρωματικό πρόγραμμα του Θεοδοσίου του Β’, και επισκευάστηκαν πολλές φορές στη συνέχεια.
 


Γλωσσάρι (1)

τάφρος: βαθύ χαντάκι που περιέβαλλε παλαιότερα κάστρα, οχυρά ή πόλεις με σκοπό την αποτροπή εισβολών.


Πληροφοριακά Κείμενα (2)

Μέγας Κωνσταντίνος (περ. 272-337): Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 324 έως το 337. Γεννήθηκε στη Ναϊσό περίπου το 272. Γονείς του ήταν ο Ρωμαίος Καίσαρας Κωνστάντιος Α΄ Χλωρός και η Ελένη. Έλαβε στρατιωτική εκπαίδευση, λαμβάνοντας μέρος σε εκστρατείες στο πλευρό του πατέρα του, καταλαμβάνοντας τον βαθμό του τριβούνου, του διοικητή της αυτοκρατορική σωματοφυλακής. Μετά από σειρά διαμαχών, και αφού εξουδετέρωσε τους αντιπάλους του, ανήλθε στον θρόνο το 324. Ως μοναδικός αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος αναδιάρθρωσε το διοικητικό και στρατιωτικό σύστημα, άλλαξε το νόμισμα και ίδρυσε την Κωνσταντινούπολη, την οποία και έκανε πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας (330). Όντας διορατικός, και αντιλαμβανόμενος την αυξανόμενη δύναμη της νέας θρησκείας, υποστήριξε διακριτικά το χριστιανισμό, ενώ υπέγραψε το Διάταγμα των Μεδιολάνων το 313, με το οποίο θεσπιζόταν η αρχή της ανεξιθρησκίας. Αναμείχθηκε επιπλέον και σε θρησκευτικές διαμάχες και συγκάλεσε την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, την πλέον καθοριστική για την εξέλιξη της Χριστιανικής Εκκλησίας. Με τις ενέργειές του αυτές, και κυρίως με την υποστήριξη των χριστιανών και τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη, διαμόρφωσε στην ουσία την μετέπειτα πορεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Η πόλη : Η Κωνσταντινούπολη, η πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χτίστηκε στη θέση της αρχαίας ελληνικής αποικίας: Βυζάντιο, στην τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά σε μια εξαιρετική θέση που ήλεγχε εμπορικά τον δρόμο Αιγαίου-Ευξείνου Πόντου. Την ίδρυσε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 330 μ.Χ. με σκοπό να δημιουργήσει μια πόλη ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Η πόλη αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα· αυτό προκάλεσε προβλήματα χώρου και υποδομών, οπότε ο Θεοδόσιος ο Α’ επέκτεινε την πόλη προς Δυσμάς, φτιάχνοντας καινούργια ισχυρά τείχη, τα οποία οχύρωσαν την πόλη μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Η Κωνσταντινούπολη διαμορφώθηκε πολεοδομικά παρόμοια με τη Ρώμη. Ένας κεντρικός δρόμος, η Μέση οδός, συνέδεε το παλάτι με τη Χρυσή πύλη. Πάνω σε αυτόν τον δρόμο φτιάχτηκε ο Φόρος, μια κυκλική πλατεία με ένα άγαλμα του Κωνσταντίνου τοποθετημένο πάνω σε ένα κίονα. Στην πλατεία αυτή χωροθετήθηκαν και άλλα δημόσια κτίρια. Αργότερα ο Θεοδόσιος ο Α’ και ο Αρκάδιος δημιούργησαν κι άλλους Φόρους με τα δικά τους αγάλματα. Τον 6ο αιώνα ο Ιουστινιανός, μετά τη στάση του Νίκα, κόσμησε την Κωνσταντινούπολη με λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια.. Τότε κτίστηκε και ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη αντιμετώπισε μεγάλα προβλήματα που την αποσυντόνισαν: επιθέσεις από τους Αβάρους (πολιορκία το 674) και τους Άραβες (επιθέσεις το 674 και το 717-718), φυσικές καταστροφές (μεγάλος καταστροφικός σεισμός το 740), και επιδημίες (πανώλη το 747). Μικρή οικοδομική δραστηριότητα αναπτύσσεται κατά τον 8ο και 9ο αιώνα, που περιλαμβάνει κυρίως ενίσχυση της οχύρωσης της πόλης. Mε την ανάκαμψη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 9ο-11ο αιώνα, η Κωνσταντινούπολη κατέστη η πολυπληθέστερη πόλη του τότε χριστιανικού κόσμου, στην πλειοψηφία της Ελληνόφωνη, σε συνύπαρξη με πολλές άλλες εθνότητες, όπως: Εβραίους, Αρμένιους, Ρώσους, Ιταλούς έμπορους, Άραβες, καθώς και μισθοφόρους από τη δυτική Ευρώπη και τη Σκανδιναβία. Αυτήν την περίοδο χτίζονται πολλά δημόσια κτίρια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά, με έμφαση σε συστάσεις ιδρυμάτων κοινωφελούς σκοπού, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία και σχολεία. Μεγάλη ακμή γνωρίζει η ανώτερη εκπαίδευση, χάρη στη μέριμνα του κράτους αφενός, αλλά και την εμφάνιση σημαντικών λογίων αφετέρου. Η αναγέννηση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μέσου του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα λόγω κακής διαχείρισης, αλλά και λόγω δυσμενών εκβάσεων εξωτερικών επιχειρήσεων της αυτοκρατορίας. Η πρώτη διέλευση των Σταυροφόρων από την Κωνσταντινούπολη ήταν τελείως ανώδυνη, όμως στη Δ’ σταυροφορία, το 1204, οι Φράγκοι την κατέλαβαν και τη λεηλάτησαν, ενώ σφαγίασαν, αιχμαλώτισαν και εκδίωξαν τους κατοίκους της. Την ανακατέλαβε το 1261 ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, ο οποίος ανοικοδόμησε τα περισσότερα μνημεία και τα τείχη, χωρίς όμως να καταφέρει να δώσει ξανά στην πόλη τη λάμψη και την αίγλη του παρελθόντος Αποδυναμωμένη η αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την ορμή των Οθωμανών, με αποτέλεσμα να πέσει η Κωνσταντινούπολή στα χέρια τους το 1453. Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση.


Βιβλιογραφία (5)

1. Kazhdan, A. P., The Oxford Dictionary of Byzantium, Washington D.C., 1991

2. Mango, Cyril, Byzantine architecture, Faber and Faber, Λονδίνο, 1979

3. Turnbull, S., Dennis, P., The Walls of Constantinople AD 324- 1453, Οξφόρδη, 2004

4. Bardill, J., Brickstamps of Constantinople, Οξφόρδη, Νέα Υόρκη, 2004

5. Κοντσίνα Ε., Η βυχαντινή πόλη, Βιβλιοπωλείο της "Εστίας", Αθήνα, 2009


Σχόλια (0)