Γενικές πληροφορίες


Η Κωνσταντινούπολη, η βασιλεύουσα πόλη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, καταλάμβανε την τριγωνική χερσόνησο που σχηματίζεται μεταξύ του Κεράτιου κόλπου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά. Η πόλη κτίστηκε στη θέση μιας αποικίας των Μεγαρέων, που είχε πάρει το όνομα του ιδρυτή της, του Βύζαντα. Ο Μέγας Κωνσταντίνος αναγνώρισε τη στρατηγική θέση της περιοχής που δέσποζε στο Βόσπορο και ήλεγχε τον εμπορικό δρόμο μεταξύ Αιγαίου πελάγους και Εύξεινου Πόντου. Η πόλη προστατευόταν από τις τρεις πλευρές της από τη θάλασσα, ενώ τα ισχυρά ρεύματα του Βοσπόρου καθιστούσαν την προσέγγιση ιδιαίτερα δύσκολη. Ο Κωνσταντίνος τέλεσε όλες τις απαραίτητες ειδωλολατρικές ιερουργίες για τη θεμελίωση και την οριοθέτηση της νέας πρωτεύουσας από το 324 έως το 326. Τα επίσημα εγκαίνια τελέστηκαν με λαμπρότητα στις 11 Μαΐου του 330, ταυτόχρονα με τον εορτασμό της 25ης επετείου της βασιλείας του και έκτοτε τα εγκαίνια της πόλης γιορτάζονταν πάντα με επισημότητα.
 
Ύστερη Αρχαιότητα
Ο Κωνσταντίνος επεδίωξε να δημιουργήσει μια νέα πρωτεύουσα ισάξια της Ρώμης σε λαμπρότητα, πλούτο και δύναμη. Ελάχιστα είναι τα κτίσματα της κωνσταντίνειας περιόδου που έχουν διασωθεί, αλλά οι μαρτυρίες των πηγών τονίζουν ότι ήταν μια πόλη αυτοκρατορική που είχε όλα τα εχέγγυα για την ευημερίας της, ήταν προστατευμένη με τείχη, κοσμημένη με μεγαλόπρεπα μνημεία και έργα τέχνης από όλες τις πόλεις και τις επαρχίες της αυτοκρατορίας και διέθετε μεγάλα δημόσια κτίρια, σύγκλητο, ιππόδρομο θέατρα, θέρμες και λουτρά, ναούς. Η αυτοκρατορική εξουσία στεγαζόταν στο Ιερό Παλάτιο, που διατηρήθηκε ως έδρα των βυζαντινών ηγεμόνων μέχρι και τον 12ο αιώνα. Με κύριο άξονα το μεγάλο αυτό συγκρότημα, το οποίο συμπληρωνόταν σε κάθε εποχή με νέα κτίσματα, η Κωνσταντινούπολη ήταν η κεφαλή του κράτους και συγκέντρωνε την αφρόκρεμα του πολιτικού, εκκλησιαστικού και πνευματικού βίου της αυτοκρατορίας.

Η Κωνσταντινούπολη δεν ιδρύθηκε ως χριστιανική πρωτεύουσα. Τα ολιγάριθμα χριστιανικά οικοδομήματα που ανεγέρθηκαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου ήταν λιγότερα από τα ιερά της ελληνορωμαϊκής λατρείας. Οι τρεις αρχαίοι ναοί της Αρτέμιδος-Σελήνης, του Απόλλωνα και της Αφροδίτης, στην ακρόπολη του Βυζαντίου, εξακολούθησαν να δέχονται πιστούς, ενώ συγχρόνως ιδρύθηκαν και άλλοι, γεγονός που σήμαινε ότι η παλαιά θρησκεία είχε ακόμη οπαδούς. Άλλωστε, το διάταγμα των Μεδιολάνων δεν επέβαλε τον Χριστιανισμό, απλώς τον νομιμοποίησε. Ωστόσο, η νέα θρησκεία, που αναμφισβήτητα ευνοήθηκε με αυτοκρατορικές χορηγίες, διαδόθηκε πολύ γρήγορα, και η Εκκλησία έγινε ισχυρός θεσμός του κράτους.

Το χερσαίο τείχος της εποχής του Κωνσταντίνου, από προστατευτικό όριο γρήγορα έγινε εμπόδιο στην ανάπτυξη της πόλης, που γρήγορα συγκέντρωνε νέους κατοίκους που κατέφταναν από όλη την αυτοκρατορία με τις οικογένειές τους. Οι πηγές αναφέρουν ότι μέσα σε μισόν αιώνα περίπου δεν υπήρχε σημείο στην πόλη που να μην είχε καταληφθεί από κτίσματα, πλούσια σπίτια ή παραπήγματα. Η κατάσταση ήταν ανυπόφορη, και για έναν άλλον λόγο: δεν είχαν προβλεφθεί εξαρχής αρκετές δεξαμενές νερού, υπόγειες ή επίγειες, για την εξασφάλιση των κατοίκων και της φρουράς της πόλης σε καιρό πολιορκίας. Ο Θεοδόσιος ο Β’, δύο μόλις χρόνια μετά την κυρίευση της Ρώμης από τους Βησιγότθους του Αλάριχου το 410, πραγματοποίησε την επέκταση του δυτικού ορίου της πόλης κτίζοντας νέα τείχη, που διπλασίασαν σχεδόν την έκτασή της (412-413) και κινστέρνες μεταξύ του κωνσταντίνειου και του νέου τείχους. Το χερσαίο τείχος περιλάμβανε τάφρο, προτείχισμα, και κύρια γραμμή τειχών με μεσοπύργια και ψηλούς ορθογώνιους και οκτάπλευρους πύργους, ενώ το θαλάσσιο δεν διέθετε προτείχισμα και τάφρο. Τα θεοδοσιανά τείχη αποτέλεσαν την γραμμή άμυνας της Κωνσταντινούπολης μέχρι το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Ο πολεοδομικός ιστός της Κωνσταντινούπολης περιελάμβανε πολλά στοιχεία που θύμιζαν τη Ρώμη και το άμεσο ρωμαϊκό παρελθόν. Ο κύριος δρόμος της πόλης ήταν η γνωστή Μέση, οδική αρτηρία της πόλης που συνέδεε τη Χρυσή πύλη των τειχών με το συγκρότημα των ανακτόρων. Ήταν ένας πλατύς δρόμος πλαισιωμένος με στοές, όπου στεγάζονταν καταστήματα ενδυμάτων και επίπλων, εργαστήρια αργυροχρυσοχοΐας, κ.α. Ο Κωνσταντίνος ίδρυσε πάνω στη Μέση τον Φόρο (forum) που πήρε το όνομά του, μια κυκλική ή ελλειψοειδή πλατεία με κίονα στη μέση από πορφυρίτη λίθο και άγαλμα του ίδιου στην κορυφή με τα χαρακτηριστικά του Απόλλωνα ή του Ήλιου. Στην πλατεία αυτή βρισκόταν το κτίριο της Συγκλήτου, ο παλαιός ναός της θεάς Ρέας και ο ναός της Τύχης της Κωνσταντινούπολης. Ο Θεοδόσιος ο Α’ και ο Αρκάδιος ίδρυσαν δυτικότερα πάνω στη Μέση δύο ακόμη Φόρους, που πήραν τα ονόματά τους. Ο Φόρος του Θεοδοσίου, μάλιστα, λέγεται ότι μιμούνταν τον Φόρο του Τραϊανού στη Ρώμη.

Στον 6ον αιώνα, επί Ιουστινιανού, η Κωνσταντινούπολη γνώρισε στιγμές αναταραχής και αγωνίας και ταυτόχρονα κοσμήθηκε με λαμπρά μνημεία. Κατά την καταστολή της στάσης του Νίκα, το 532, τα αυτοκρατορικά στρατεύματα σφαγίασαν περίπου τριάντα χιλιάδες άτομα στον Ιππόδρομο, ενώ προκλήθηκαν μεγάλες καταστροφές στην πόλη από πυρκαγιά που κατέκαυσε τον παλαιό ναό της Αγίας Σοφίας. Αυτό το καταστροφικό γεγονός έδωσε τη δυνατότητα στον Ιουστινιανό να εκπονήσει ένα πρόγραμμα εξωραϊσμού της Κωνσταντινούπολης, σύμφωνα με το οποίο οικοδομήθηκαν λαμπρά οικοδομήματα, ανάκτορα, λουτρά και δημόσια κτίρια, και τη λεγόμενη Βασιλική Κινστέρνα, μια υπόγεια δεξαμενή με κτιστούς θόλους που στηρίζονταν πάνω σε κίονες που έφεραν ποικίλα κιονόκρανα, από παλαιότερα κτίρια της πόλης σε δεύτερη χρήση. Το σημαντικότερο ίσως μνημείο που κατασκευάστηκε τον 6ο αιώνα ήταν ο ναός της Αγίας Σοφίας που αποτέλεσε σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας την έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
 
Οι δύσκολοι αιώνες
Η Κωνσταντινούπολη εισήλθε σε κρίσιμη περίοδο κατά τον 7ο αιώνα, που επιδεινώθηκε από πολιορκίες, σεισμούς, επιδημίες και εσωτερικές συγκρούσεις. Το 626, επί βασιλείας του αυτοκράτορα Ηράκλειου, οι Άβαροι την πολιόρκησαν, αλλά δεν κατάφεραν να την καταλάβουν, ενώ δύο επιθέσεις των Αράβων το 674 και το 717-718 είχαν την ίδια τύχη. Στην ήδη αποδυναμωμένη πόλη ενέσκηψε ο μεγάλος σεισμός του 740 και η επιδημία πανώλης του 747, που αποδεκάτισαν τους εναπομείναντες κατοίκους. Έχει υπολογιστεί ότι κατά τη διάρκεια της Εικονομαχίας ο πληθυσμός ανερχόταν σε λίγες δεκάδες χιλιάδες, ενώ από τα τέσσερα λιμάνια της λειτουργούσε μόνο το ένα. Κατά τη διάρκεια του 8ου  και μέχρι τα μέσα του 9ου αιώνα παρατηρήθηκε πολύ μικρή οικοδομική δραστηριότητα, η οποία επικεντρώθηκε σε οχυρωματικά έργα που στόχευαν στην προστασία της πόλης από εξωτερικούς εχθρούς.
 
Οι Μέσοι και Ύστεροι Βυζαντινοί χρόνοι
Η πορεία ανάκαμψης της αυτοκρατορίας ξεκίνησε από τα μέσα του 9ου αιώνα, οπότε και παρατηρήθηκε αύξηση του πληθυσμού. Μέχρι τον 11ο αιώνα οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης είχαν αυξηθεί τόσο, ώστε να θεωρείται η πολυπληθέστερη πόλη του χριστιανικού κόσμου της εποχής. Αν και η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν Ελληνόφωνη, εντούτοις υπήρχαν Αρμένιοι και Ρώσοι, ενώ αρκετά μεγάλη ήταν η Εβραϊκή κοινότητα. Χαρακτηριστικό της ανάπτυξης της πόλης αποτελούσε και η παρουσία Ιταλών εμπόρων από τη Βενετία, τη Γένοβα και την Πίζα, αλλά και η ύπαρξη μικρής Αραβικής κοινότητας με εμπορικές κυρίως δραστηριότητες. Στον πληθυσμό της πόλης θα πρέπει να προσμετρηθούν και οι μισθοφόροι του στρατού από τη δυτική Ευρώπη, αλλά και από τη Σκανδιναβία, οι οποίοι μάλιστα αποτελούσαν την προσωπική φρουρά του αυτοκράτορα.

Ο πλούτος της Κωνσταντινούπολης αποτυπωνόταν στα κτίριά της, δημόσια, ιδιωτικά και εκκλησιαστικά. Κατά την περίοδο αυτή ιδρύθηκαν πολλά μοναστήρια από την αυτοκρατορική οικογένεια και την ανώτερη τάξη, τα οποία συχνά διατηρούσαν υπό την επίβλεψή τους ευαγή ιδρύματα, όπως νοσοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία ή και απλά σχολεία. Ο αυτοκράτορας Θεόφιλος ενδιαφέρθηκε προσωπικά για την ανέγερση κτισμάτων στο Ιερό Παλάτιο και ενός νέου παλατιού στον Βρύα, στην ασιατική ακτή της πρωτεύουσας, ενώ ο Βασίλειος ο Α’ χρηματοδότησε την ανέγερση ή την ανακαίνιση εικοσιπέντε ναών στην Κωνσταντινούπολη, ενώ χορήγησε οκτώ ναούς μέσα στα όρια του Ιερού Παλατίου. Η περίοδος του 9ου και του 10ου αιώνα έχει χαρακτηριστεί ως περίοδος αναγέννησης, εξαιτίας της ακμής ενός σημαντικού κύκλου λογίων και της κρατικής μέριμνας για την ανώτερη εκπαίδευση στην πρωτεύουσα. Κεντρικό σημείο υπήρξε το ενδιαφέρον για τη μελέτη του έργου συγγραφέων της Αρχαιότητας που θεωρούνταν θεμελιώδες για το εκπαιδευτικό πρόγραμμα της ανώτερης τάξης της Κωνσταντινούπολης. Η περίοδος ακμής συνεχίστηκε μέχρι και τα μέσα του 11ου αιώνα, όταν άρχισαν να υπάρχουν οικονομικά προβλήματα ιδίως εξαιτίας της κατασπατάλησης του πλούτου από τους διαδόχους του Βασιλείου Β’. Η ήττα στο Μαντζικέρτ στην ανατολική Μικρά Ασία από τις δυνάμεις των Σελτζούκων Τούρκων και η οριστική απώλεια της Βάριδος (του σημερινού Μπάρι) στην Ιταλία από τους Νορμανδούς του Ροβέρτου Γισκάρδου το 1071 προκάλεσαν μεγάλες απώλειες και τεράστια απογοήτευση.

Κατά την Α’ σταυροφορία οι «στρατιώτες του Θεού» από τη δυτική Ευρώπη έφτασαν μπροστά στα τείχη της Πόλης χωρίς εχθρικές διαθέσεις· η Κωνσταντινούπολη ήταν ένας ενδιάμεσος σταθμός στην πορεία τους προς τους Αγίους Τόπους. Αν και δημιουργήθηκαν μικρές αναταραχές και επεισόδια οι σταυροφόροι διαπεράστηκαν στην απέναντι πλευρά του Βοσπόρου και συνέχισαν την πορεία τους.

Τα γεγονότα όμως ήταν πολύ διαφορετικά κατά την Δ’ σταυροφορία. Στο τέλος του 12ου αιώνα, μετά το θάνατο του Μανουήλ Κομνηνού η Κωνσταντινούπολη διήνυσε μία περίοδο αστάθειας: έξι αυτοκράτορες αναρρήθηκαν στον θρόνο και εκθρονίστηκαν στο διάστημα από το 1180 ως το 1204. Οι Φράγκοι έφθασαν μπροστά στα τείχη της πόλης τον Ιούνιο του 1203 και την κατέλαβαν οριστικά τον Απρίλιο του 1204, ενώ ο αυτοκράτορας Αλέξιος Ε’ είχε ήδη τραπεί σε φυγή, εγκαταλείποντάς την στις άγριες διαθέσεις των σταυροφόρων. Η λεηλασία που ακολούθησε ήταν πραγματικά φρικτή: ναοί, ανάκτορα και μνημεία πυρπολήθηκαν και απογυμνώθηκαν από τα πολύτιμα αφιερώματά τους, καταστήματα δηώθηκαν, θησαυροφυλάκια διηρπάγησαν, λείψανα και πολύτιμα σκεύη κλάπηκαν και φυγαδεύτηκαν, βιβλιοθήκες κάηκαν ή διαμελίστηκαν, ιερείς και αρχιερείς εκδιώχθηκαν, κάτοικοι σφαγιάστηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν για να πουληθούν ως δούλοι. Επί μέρες η Πόλη ζούσε έναν πραγματικό εφιάλτη.

Μετά την κατασίγαση του ολέθρου, η διοίκηση της Κωνσταντινούπολης μοιράστηκε ανάμεσα στον Βαλδουίνο της Φλάνδρας και τους Βενετούς. Ο Βαλδουίνος, που στέφθηκε αυτοκράτορας,  πήρε το μεγαλύτερο τμήμα της Πόλης που περιελάμβανε τα ανάκτορα των Βλαχερνών και του Βουκολέοντος, και οι Βενετοί την Αγία Σοφία και μια μεγάλη εμπορική συνοικία, ενώ ταυτόχρονα εξασφάλισαν τον αποκλεισμό των Γενοβέζων και των Πιζάνων από το εμπόριο της αυτοκρατορίας.  
Η Κωνσταντινούπολη ανακαταλήφθηκε το 1261από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο, που  εκμεταλλεύτηκε τις περιστάσεις και την έλλειψη φύλαξης των τειχών. Ο Μιχαήλ προσπάθησε να ανοικοδομήσει τα περισσότερα μνημεία που είχαν καταστραφεί και τα τείχη, και ταυτόχρονα επιχείρησε την αναδιοργάνωση της διοίκησης της πόλης, αλλά και της αυτοκρατορίας. Παρά τις προσπάθειές του, όμως, δεν μπόρεσε να ξαναδώσει στην Κωνσταντινούπολη την αίγλη, τη λάμψη και τη δύναμη του παρελθόντος.
Στερημένη ουσιαστικά από στρατό και στόλο η αυτοκρατορία δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την οθωμανική απειλή. Η προέλαση του Οθωμανικού στρατού στα εδάφη της αυτοκρατορίας ήταν ταχύτατη και οδήγησε σε απώλεια πολλών περιοχών της Μικράς Ασίας και των Βαλκανίων κατά το 14ο αιώνα. Ήδη από το 1372 η διασπασμένη αυτοκρατορία ήταν υποτελής του σουλτάνου, οι βυζαντινοί αυτοκράτορες ήταν αναγκασμένοι να εκστρατεύουν μαζί του και η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν ουσιαστικά σε κατάσταση πολιορκίας. Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Παλαιολόγος, αφού εγκατέστησε την οικογένειά του στο Μυστρά, ξεκίνησε ένα μεγάλο ταξίδι το 1399 ως το Παρίσι και το Λονδίνο, με σκοπό την εξασφάλιση συμμαχιών εναντίον των Οθωμανών. Η ήττα των Οθωμανών το 1402 από τους Μογγόλους του Ταμερλάνου στη μάχη της Άγκυρας έδωσε μια ανάσα στους Βυζαντινούς και την ευκαιρία στην Κωνσταντινούπολη να αναδιοργανωθούν μετά την πολυετή πολιορκία. Επικράτησε μια περίοδος σχετικής ηρεμίας που διήρκεσε μέχρι την επανάληψη της πολιορκίας της Πόλης το 1422 από τον Μουράτ τον Β’. Το εγχείρημά του όμως οδηγήθηκε σε αποτυχία, αφού ο αποκλεισμός από τη θάλασσα κατέστη αδύνατος εξαιτίας της αλυσίδας που έφραζε τον Κεράτιο, αλλά και εξαιτίας της αντοχής των τειχών της.

Η άλωση της Κωνσταντινούπολης έγινε τελικά από τον σουλτάνο Μωάμεθ Β’, ο οποίος για το σκοπό αυτό οικοδόμησε στις ευρωπαϊκές ακτές των στενών του Βοσπόρου ένα φρούριο, ώστε να αποκόψει την πρωτεύουσα από τα λιμάνια του Ευξείνου Πόντου και τη δυνατότητα να προμηθεύεται σιτηρά από τις περιοχές αυτές. Παράλληλα, για να εξασφαλίσει ότι η Κωνσταντινούπολη δε θα είχε βοήθεια από τις περιοχές της ελληνικής επικράτειας που ήταν ακόμα ελεύθερες, επιτέθηκε στο Δεσποτάτο του Μορέως στην Πελοπόννησο.

Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης κράτησε περίπου δύο μήνες, αφού πρώτα μεταφέρθηκαν στην περιοχή κανόνια από την Αδριανούπολη και τακτικός στρατός που υπολογίζεται γύρω στις 150.000. Ο στρατός παρατάχθηκε κατά μήκος των χερσαίων τειχών και η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης άρχισε επίσημα στις 7 Απριλίου του 1453. Αρχικά η άμυνα της Πόλης διεξαγόταν με επιτυχία, παρά το συνεχή βομβαρδισμό των τειχών. Ο σουλτάνος κατάλαβε ότι, όσο ο Κεράτιος έμενε στα χέρια των Βυζαντινών, η Κωνσταντινούπολη δε θα ήταν δυνατόν να κατακτηθεί. Για τον λόγο αυτό κατασκεύασε σε πολύ μικρό διάστημα δίολκο, μέσω της οποίας έσυρε πλοία από τον Βόσπορο στον Κεράτιο. Η πολιορκία συνεχίστηκε με επιθέσεις που αποκρούονταν μέχρι την 21η Μαΐου, οπότε ο Μωάμεθ έστειλε πρεσβεία στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ’ και ζήτησε την παράδοση της Πόλης, με την υπόσχεση ότι θα επέτρεπε σε αυτόν αλλά και σε όλους όσους επιθυμούσαν να φύγουν, να εγκαταλείψουν την πόλη με τα υπάρχοντά τους, και διαβεβαίωσε ότι ο πληθυσμός που θα παρέμενε θα είχε ευνοϊκή μεταχείριση. Οι προτάσεις αυτές απορρίφθηκαν από τον αυτοκράτορα και ο Μωάμεθ προχώρησε στην τελική επίθεση, η οποία κορυφώθηκε στις 29 Μαΐουτου 1453. Σύμφωνα με τις πηγές του Φραντζή και του Δούκα, αλλά και τους μεταγενέστερους θρύλους, οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη από τη λεγόμενη Κερκόπορτα, που βρισκόταν κοντά στο παλάτι των Βλαχερνών. Άλλη μια αιματηρή μάχη εκτυλίχθηκε κοντά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού και πιθανόν εκεί σκοτώθηκε ο αυτοκράτορας.
Στη συνέχεια επεκράτησε πανικός, καθώς οι Βυζαντινοί υποχωρούσαν προς το κέντρο της πόλης ακολουθούμενοι από τους Τούρκους που τους αποδεκάτιζαν. Οι ανελέητες φρικιαστικές σφαγές και οι λεηλασίες που ακολούθησαν κράτησαν επί τρεις ημέρες μέχρι ο Μωάμεθ να διατάξει επίσημα την παύση των επιχειρήσεων.

Με την Άλωση επήλθε οριστικά η κατάλυση της αυτοκρατορίας. Η πνευματική όμως παράδοση του Βυζαντίου παρέμεινε ακόμη αξιοσημείωτη, καθώς πολλοί λόγιοι εγκαταστάθηκαν στις κτήσεις των Βενετών στην Κρήτη και την Πελοπόννησο, αλλά και στα ίδια τα κράτη της Ευρώπης και μεταλαμπάδευσαν την Ελληνική παιδεία στη Δύση.
 


Γλωσσάρι (2)

κινστέρνα: δεξαμενή συλλογής νερού. Είχαν συνήθως ορθογώνιο σχήμα και στεγάζοντανμε καμάρες.
κιονόκρανο: το ανώτερο τμήμα ενός κίονα που φέρει διακόσμηση και πάνω στο οποίο στηρίζεται το επιστύλιο. Υπήρχουν τρεις βασικοί τύποι κιονοκράνων: το δωρικό, το ιωνικό και το κορινθιακό, οι οποίοι εμπλουτίστηκαν στους Βυζαντινούς ναούς, όπου επικρατούσε το κορινθιακού τύπου κιονόκρανο σε διάφορες παραλλαγές.


Πληροφοριακά Κείμενα (16)

Μέγας Κωνσταντίνος (περ. 272-337): Ρωμαίος αυτοκράτορας από το 324 έως το 337. Γεννήθηκε στη Ναϊσό περίπου το 272. Γονείς του ήταν ο Ρωμαίος Καίσαρας Κωνστάντιος Α΄ Χλωρός και η Ελένη. Έλαβε στρατιωτική εκπαίδευση, λαμβάνοντας μέρος σε εκστρατείες στο πλευρό του πατέρα του, καταλαμβάνοντας τον βαθμό του τριβούνου, του διοικητή της αυτοκρατορική σωματοφυλακής. Μετά από σειρά διαμαχών, και αφού εξουδετέρωσε τους αντιπάλους του, ανήλθε στον θρόνο το 324. Ως μοναδικός αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος αναδιάρθρωσε το διοικητικό και στρατιωτικό σύστημα, άλλαξε το νόμισμα και ίδρυσε την Κωνσταντινούπολη, την οποία και έκανε πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας (330). Όντας διορατικός, και αντιλαμβανόμενος την αυξανόμενη δύναμη της νέας θρησκείας, υποστήριξε διακριτικά το χριστιανισμό, ενώ υπέγραψε το Διάταγμα των Μεδιολάνων το 313, με το οποίο θεσπιζόταν η αρχή της ανεξιθρησκίας. Αναμείχθηκε επιπλέον και σε θρησκευτικές διαμάχες και συγκάλεσε την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, την πλέον καθοριστική για την εξέλιξη της Χριστιανικής Εκκλησίας. Με τις ενέργειές του αυτές, και κυρίως με την υποστήριξη των χριστιανών και τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη, διαμόρφωσε στην ουσία την μετέπειτα πορεία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Το Μέγα Παλάτιον: Το Μέγα Παλάτιον, το ανάκτορο των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, καταλάμβανε μεγάλο μέρος του νοτιοανατολικού τμήματος της Κωνσταντινούπολης, και βρισκόταν σε μικρή απόσταση από τον Ιππόδρομο και την Αγία Σοφία. Δεν ήταν ένα κτίριο, αλλά ένα συγκρότημα οικοδομημάτων που αποτελούνταν από μεγάλες αίθουσες για συμπόσια και επίσημες δεξιώσεις, βιβλιοθήκες, εκκλησίες, στρατώνες, στοές, λουτρά, αυλές και κήπους, καθώς και τη λεγόμενη αίθουσα της Πορφύρας, στην οποία γεννιόταν τα παιδιά των εν ενεργεία αυτοκρατόρων. Ο αρχικός πυρήνας του ανακτόρου, το Παλάτι της Δάφνης, ανήκε στο οικοδομικό πρόγραμμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου στα πλαίσια της ίδρυσης της Κωνσταντινούπολης, αλλά πολύ λίγα είναι γνωστά για τα κτίρια που το αποτελούσαν αυτήν την πρώιμη περίοδο, ορισμένα από τα οποία καταστράφηκαν στη Στάση του Νίκα και ανακαινίστηκαν αμέσως μετά από τον Ιουστινιανό. Το βασικό συγκρότημα του Κωνσταντίνου συμπληρωνόταν με προσθήκες και επεκτεινόταν με την πάροδο του χρόνου, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να λάβει το Μέγα Παλάτιο τη μορφή και το χαρακτήρα μιας πόλης μέσα σε πόλη. Οι αυτοκρατορικές επαύλεις, μάλιστα, στα νότια του Ιπποδρόμου, όπως το λεγόμενο Παλάτι της Μαρίνας, της ανύπαντρης κόρης του αυτοκράτορα Αρκαδίου, και το παλάτι του Ορμίσδα, που ήταν η έπαυλη του Ιουστινιανού, με τον καιρό ενσωματώθηκαν στο παλάτι. Ο ιστορικός Προκόπιος αναφέρει ότι ο Ιουστινιανός Α’ έκτισε τα προπύλαια της Χαλκής Πύλης, τα οποία κόσμησε με ψηφιδωτά που απεικόνιζαν τον ίδιο και τη σύζυγο του Θεοδώρα σε τελετές θριάμβου ενάντια στους βασιλείς των Βανδάλων και των Γότθων, αλλά και σκηνές από τους νικηφόρους πολέμους του, βουκολικές σκηνές και σκηνές κυνηγιού. Μεταξύ των προπυλαίων και των παλαιών κτιρίων του Μεγάλου Κωνσταντίνου μεσολαβούσαν στοές και ο Τρίκλινος, η μεγάλη αίθουσα στην οποία παραθέτονταν τα επίσημα αυτοκρατορικά δείπνα. Προς το τέλος του 6ου αιώνα από τον Ιουστίνο τον Β’ κτίστηκε ο Χρυσοτρίκλινος, μία οκταγωνική αίθουσα, που απέβη η αίθουσα του θρόνου, όπου πραγματοποιούνταν οι αυτοκρατορικές τελετές. Ο αυτοκράτορας Τιβέριος ανακατασκεύασε το βόρειο τμήμα του παλατιού και το μετέτρεψε σε διαμερίσματα για τον ίδιο και την οικογένειά του. Τα ανάκτορα επεκτάθηκαν και κατά τη διάρκεια της βασιλείας του αυτοκράτορα Θεόφιλου, όταν οικοδομήθηκε το Τρίκογχο, ένα διώροφο κτίριο, καθώς και διάφορα περίπτερα. Στη νότια πλευρά του Χρυσοτρίκλινου κτίστηκε από το Βασίλειο Α’ το παλάτι «Καινούργιο» και το πεντάτρουλο κτίσμα Πεντακούβουκλο, ενώ οικοδομήθηκαν πολλά παρεκκλήσια και εκκλησίες, με πιο ονομαστή τη Νέα Εκκλησία που ήταν αφιερωμένη στον Χριστό, στον αρχάγγελο Γαβριήλ, στον προφήτη Ηλία, στη Θεοτόκο και στον άγιο Νικόλαο. Ο Νικηφόρος Φωκάς περιόρισε το εκτεταμένο κτιριακό συγκρότημα των ανακτόρων ουσιαστικά στο Παλάτι του Βουκολέοντος και το περιέβαλε το 969 με τείχη, αφήνοντας εκτός του περιβόλου το παλιό συγκρότημα της Δάφνης, οι χώροι του οποίου φαίνεται ότι πλέον χρησιμοποιούνταν περιστασιακά. Τότε, το τμήμα αυτό του παλατιού έλαβε τον τίτλο Ιερόν Παλάτιον. Το Ιερό Παλάτιο στέγασε την αυτοκρατορική εξουσία και διατηρήθηκε ως έδρα των βυζαντινών ηγεμόνων μέχρι το 12ο αιώνα, όταν πλέον μεγάλη σημασία έλαβε το Παλάτι των Βλαχερνών κοντά στη ΒΑ γωνία των τειχών της πόλης, κοντά στον Κεράτιο κόλπο. Μεγάλες ήταν οι καταστροφές και οι λεηλασίες του Παλατιού κατά την άλωση της Πόλης από τους Σταυροφόρους το 1204. Ωστόσο, κτίρια του Παλατιού διατήρησαν την αίγλη και τη σημασία τους στο αυτοκρατορικό τελετουργικό μέχρι το 1453. Με κύριο άξονα το μέγα συγκρότημα του Παλατιού, η Κωνσταντινούπολη συγκέντρωνε τον πολιτικό, εκκλησιαστικό και πνευματικό βίο της αυτοκρατορίας.
Διάταγμα των Μεδιολάνων: Το διάταγμα της θέσπισης της ανεξιθρησκίας στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Υπεγράφη στα Μεδιόλανα, το σημερινό Μιλάνο, μεταξύ του Μεγάλου Κωνσταντίνου και του Λικίνιου, το 313 μ.Χ. Με το διάταγμα νομιμοποιήθηκε η χριστιανική Εκκλησία ως «επιτρεπόμενη θρησκεία». Παρόλο που το διάταγμα τέθηκε σε ισχύ από το 313, οι διωγμοί σταμάτησαν ολοκληρωτικά μόνο όταν ο Κωνσταντίνος έγινε μονοκράτορας το 324.
Βησιγότθοι: Λαός που εμφανίστηκε τον 4ο αιώνα στη Βαλκανική. Ανήκει στο γερμανικό φύλο των Γότθων. Ως λαός με ιδιαίτερες πολεμικές ικανότητες, συμμετείχαν σε πολλές εκστρατείες κατά της Ανατολικής και της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η σχέση των Βησιγότθων με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπήρξε περίπλοκη, καθώς εμφανίζονται τόσο ως εχθροί ή επιδρομείς, όσο και ως μισθοφόροι. Εγκαταστάθηκαν στη νότιο Γαλλία και δημιούργησαν δικό τους βασίλειο με πρωτεύουσα την Τουλούζη, ενώ επεκτάθηκαν και στην ιβηρική χερσόνησο. Στις αρχές του 8ου αιώνα, ηττήθηκαν από τους Άραβες και η περιοχή που ήλεγχαν τέθηκε σύντομα υπό τον έλεγχο των δεύτερων.
Ιουστινιανός Α' (περ. 482-565): Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (527-565). Διαδέχθηκε στον θρόνο τον θείο του Ιουστίνο Α΄. Από τις πρώτες ενέργειες του Ιουστινιανού ήταν η αναδιοργάνωση του φορολογικού συστήματος, ενώ συγκέντρωσε και επανακωδικοποίησε τους νόμους του Θεοδοσίου. Αναμείχθηκε προσωπικά και σε θρησκευτικές διαμάχες και συγκάλεσε την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο (553). Ο Ιουστινιανός θεωρούσε τον εαυτό του πρωτίστως ως ορθόδοξο αυτοκράτορα και έλαβε σκληρά μέτρα κατά των εναπομεινάντων ειδωλολατρών. Πολλές από τις ενέργειές του, κυρίως σε πολιτικό και φορολογικό επίπεδο, προκάλεσαν την έντονη δυσαρέσκεια συγκλητικών και φατριών και οδήγησαν στη Στάση του Νίκα. Ανέπτυξε έντονη οικοδομική δραστηριότητα, χτίζοντας μόνο στην Κωνσταντινούπολη 30 εκκλησίες, ανάμεσα τους και την περίφημη εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Όσον αφορά στην εξωτερική πολιτική, αντιμετώπισε με επιτυχία τους Πέρσες και τους Βάνδαλους στην Ανατολή και επικεντρώθηκε στην ανάκτηση της Δύσης. Η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε προσωρινά εξαντλώντας όμως την αυτοκρατορία, με αποτέλεσμα οι βάρβαροι της Βαλκανικής να λεηλατήσουν την ελληνική χερσόνησο μέχρι τον Ισθμό και βαρβαρικοί πληθυσμοί να εγκατασταθούν στα σύνορα. Οι πολεμικές του δραστηριότητες ωστόσο εξάντλησαν το Βυζάντιο σε χρήμα και στρατό και εν τέλει δεν είχαν ουσιαστικό αποτέλεσμα, καθώς η Ιταλία όπως και οι άλλες περιοχές που είχε κατακτήσει σύντομα χάθηκαν ξανά. Έτσι, μετά τον θάνατό του, η αυτοκρατορία, αποδυναμωμένη, θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει νέες επιθέσεις, με αποκορύφωμα τις αραβικές κατακτήσεις, που θα αναιρέσουν το μεγαλύτερο μέρος των εξωτερικών επιτευγμάτων του Ιουστινιανού.
Στάση του Νίκα (11-19 Ιανουαρίου 532): Λαϊκή εξέγερση που έλαβε χώρα στην Κωνσταντινούπολη επί βασιλείας Ιουστινιανού. Πρωταγωνιστές της εξέγερσης ήταν οι δήμοι των Πράσινων και των Βένετων (οργανώσεις φιλάθλων των αρματοδρομιών του ιπποδρόμου), και αίτια της Στάσης υπήρξαν η δημοσιονομική πολιτική του αυτοκράτορα, καθώς και ο περιορισμός των παραδοσιακών δικαιωμάτων των φατριών και της συγκλήτου. Οι δύο δήμοι, οι οποίοι σύντομα ένωσαν τις δυνάμεις τους και υποστηρίχθηκαν από αρκετούς συγκλητικούς, κινήθηκαν κατά της φρουράς με συνθήματα εναντίον του αυτοκράτορα και των συνεργατών του, ενώ κατέστρεψαν και έκαψαν πολλά δημόσια κτήρια. Σε αυτούς προστέθηκαν και πολλοί δυσαρεστημένοι πολίτες με αποτέλεσμα να γενικευθούν οι ταραχές. Οι στασιαστές συγκεντρώθηκαν στον ιππόδρομο με σκοπό να ανακηρύξουν αυτοκράτορα τον Υπάτιο, ανιψιό του πρώην αυτοκράτορα Αναστάσιου. Λέγεται πως ο Ιουστινιανός, βλέποντας την κατάσταση να βγαίνει εκτός ελέγχου, σκέφτηκε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη, αλλά μεταπείστηκε από τη Θεοδώρα. Τελικά, οι επαναστάτες εγκλωβίστηκαν στον ιππόδρομο και σφαγιάστηκαν από τα αυτοκρατορικά στρατεύματα, στις 18 Ιανουαρίου του 532. Οι νεκροί από τη στάση του Νίκα υπολογίζονται σε 30.000 με 35.000.
Ο ναός της Αγίας Σοφίας: Ο ναός της Αγίας Σοφίας, που σήμερα λειτουργεί ως μουσείο, βρίσκεται στη βορειοανατολική πλευρά της πλατείας Σουλταναχμέτ, απέναντι από το Μπλε Τζαμί. Ο ναός που βλέπουμε σήμερα είναι ο τρίτος που κτίστηκε στην ίδια θέση: η αρχική Αγία Σοφία, που ιδρύθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, καταστράφηκε από πυρκαγιά το 404, όταν στην Κωνσταντινούπολη ξέσπασαν ταραχές εξαιτίας της εκθρόνισης του Πατριάρχη Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ενώ ο ανακαινισμένος από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο το Β’ ναός έπαθε ανεπανόρθωτες βλάβες το 532, επίσης από πυρκαγιά, κατά τη Στάση του Νίκα. Οι ναοί την Αγίας Σοφίας και της Αγίας Ειρήνης ήταν αφιερωμένοι σε ιδιότητες του Θεού και αποτελούσαν από κοινού τους ναούς του Πατριαρχείου. Ωστόσο, μόνον η Αγία Σοφία έμεινε γνωστή στην ιστορία ως η «Μεγάλη Εκκλησία». Η κατασκευή του ναού άρχισε αμέσως μετά την καταστολή της Στάσης από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό και ανατέθηκε στους μηχανικούς Ανθέμιο από τις Τράλλεις και Ισίδωρο από τη Μίλητο. Η οικοδόμηση ολοκληρώθηκε σε πέντε χρόνια και έντεκα μήνες και τα εγκαίνια τελέστηκαν πανηγυρικά το Δεκέμβριο του 537. Ο ναός της Αγίας Σοφίας θεωρείται ένα από τα λαμπρότερα κτίρια της τότε οικουμένης – αν ο ναός αυτός ήταν το μόνο κτίριο που μας είχε διασωθεί από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, ακόμη και τότε θα άξιζε να μελετάμε και να θαυμάζουμε τον Βυζαντινό πολιτισμό. Ο ιστορικός Προκόπιος στο έργο του «Περί Κτισμάτων» περιγράφει τη λαμπρότητα και τη μεγαλοπρέπεια του ναού που άφηνε κατάπληκτους του πιστούς με το μέγεθος, την ομορφιά, την ποικιλία και τον πλούτο της διακόσμησης. Στο ίδιο έργο δίνει επίσης πληροφορίες για την κατασκευή του και αναφέρει τα τεχνικά προβλήματα που αντιμετώπισαν οι αρχιτέκτονες κατά την ανέγερση ενός τόσο μεγάλου κτιρίου, τα οποία διορθώθηκαν, όπως γράφει, χάρη στην ιδιοφυία του Ιουστινιανού που με σοφία συμβούλευε τους αρχιτέκτονες. Ο ναός της Αγίας Σοφίας όφειλε να ήταν μεγαλύτερος, μεγαλοπρεπέστερος και λαμπρότερα διακοσμημένος από το ναό του αγίου Πολύευκτου που λίγα χρόνια πριν είχε ιδρύσει η ζάπλουτη Ιουλιανή Ανικία, που ήλπιζε να ανεβάσει στο θρόνο το γιό της Ολύβριο. Η Αγία Σοφία συνδυάζει τον τύπο της βασιλικής με τρούλο με τον τύπο περίκεντρου κτιρίου, και η κατασκευή της υπήρξε επαναστατική και καινοτόμα για την εποχή της. Η κάτοψη του ναού σχηματίζει ορθογώνιο διαστάσεων 77 επί 71 μέτρων που καταλήγει ανατολικά στην αψίδα του ιερού, ενώ δυτικά προστίθενται νάρθηκας και εξωνάρθηκας και μια μεγάλη υπαίθρια αυλή που περιβαλλόταν από στοές. Στο εσωτερικό, στο κέντρο του κυρίως ναού, τέσσερις μεγάλοι πεσσοί υψώνονται στις γωνίες ενός τετραγώνου πλευράς 31 μέτρων. Οι πεσσοί συνδέονται μεταξύ τους με τέσσερα τόξα, από τα οποία το βόρειο και το νότιο είναι πολύ ρηχά, ενώ το ανατολικό και το δυτικό απλώνονται προς τουε εξωτερικούς τοίχους σχηματίζοντας μεγάλες κόγχες στα ανατολικά και τα δυτικά του κεντρικού τετραγώνου. Ο τρούλος εσωτερικά στηρίζεται από σαράντα νευρώσεις,ανάμεσά τους, στο κατώτερο τμήμα του τρούλλου, ανοίγονται σαράντα παράθυρα, τα οποία φέρουν το φως στο εσωτερικό του κεντρικού κλίτους. Τα πλάγια κλίτη διαθέτουν υπερώα: από το νότιο υπερώο παρακολουθούσαν τη θεία λειτουργία και τις υπόλοιπες ακολουθίες ο αυτοκράτορας, η οικογένειά του, οι ανώτατοι αξιωματούχοι και οι αυλικοί του παλατιού. Η είσοδος στον κυρίως ναό γίνεται από τις πέντε θύρες του νάρθηκα, από τις οποίες η κεντρική είναι γνωστή ως «Βασίλειος Πύλη». Η εκκλησία δε φημίζεται μόνο για την αρχιτεκτονική της, αλλά και για τη μυστικιστική ατμόσφαιρα που δημιουργεί το φως μέσα στον ναό, καθώς αντανακλάται στα πολύτιμα υλικά που λάμπουν στο εσωτερικό του. Τα παράθυρα που ανοίγονται περιμετρικά στον τρούλο διαχέουν το φως και δίνουν την εντύπωση της ελαφρότητας και της εξαΰλωσης, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι οι θόλοι αιωρούνται και ο τρούλος κρέμεται από τον ουρανό. Εσωτερικά ο πλούτος και η πολυτέλεια των υλικών προκαλούν το θαυμασμό. Σύμφωνα με τον Προκόπιο, κίονες, μάρμαρα, έργα τέχνης και πολύτιμα υλικά μεταφέρθηκαν από όλες τις επαρχίες της αυτοκρατορίας προκειμένου να εκπληρωθεί το όραμα του Ιουστινιανού. Οι πεσσοί και οι τοίχοι του μεσαίου κλίτους έχουν εξωτερικά επενδυθεί με ορθομαρμαρώσεις από πράσινες, γκριζοκίτρινες και σκούρες μπλε μαρμαρόπλακες, διατεταγμένες με τέτοιον τρόπο ώστε οι φλέβες τους να σχηματίζουν συμμετρικά σχέδια, ενώ οι κίονες στις κόγχες εκατέρωθεν της αψίδας του ιερού και την είσοδο είναι κατασκευασμένοι από πανάκριβο, ακόμη και τότε, πορφυρό γρανιτόλιθο (πορφυρίτη). Τα αρχιτεκτονικά γλυπτά του ναού, κιονόκρανα, γείσα και πλαίσια θυρών, φέρουν λεπτουργημένο ανάγλυφο διάκοσμο, που συχνά έχει αποδοθεί με τη χρήση λεπτού τρυπανιού, ώστε τα ανάγλυφα σχέδια να είναι σαν δαντέλλες που περιβάλλουν τα κυρίως μέλη. Από τα έξοχα ψηφιδωτά του ναού σώζονται σήμερα μόνο ψήγματα. Τμήματα του ιουστινιάνειου διακόσμου διατηρούνται στα εσωρράχια των τοξοστοιχιών του μεσαίου κλίτους, στους θόλους των πλαγίων κλιτών και των υπερώων και στην παρυφή της αψίδας. Ο διάκοσμος ήταν ανεικονικός (δεν περιλάμβανε ανθρώπινες μορφές) και αποτελούνταν από φυτικά μοτίβα και γεωμετρικά σχήματα τοποθετημένα σε χρυσό βάθος. Οι παραστάσεις που σώζονται σήμερα φιλοτεχνήθηκαν μετά τη λήξη της Εικονομαχίας, το 843, και διατηρήθηκαν επειδή καλύφθηκαν με σοβά κατά την περίοδο που ο ναός λειτουργούσε ως τζαμί. Η Παναγία Βρεφοκρατούσα παρουσιάζεται ένθρονη στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας του ιερού, πλαισιωμένη από αρχαγγέλους, ενώ στα λοφία του τρούλου διατηρούνται εξαπτέρυγα Σεραφείμ. Στους τοίχους του κεντρικού κλίτους, ψηλά ανάμεσα στα παράθυρα, σώζονται μορφές ιεραρχών και προφητών. Στο τύμπανο πάνω από τη θύρα του διαδρόμου που οδηγούσε από το παλάτι προς το νάρθηκα, η ένθρονη Παναγία Βρεφοκρατούσα πλαισιώνεται από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο που της προσφέρει ομοίωμα της Κωνσταντινούπολης και τον Ιουστινιανό που της προσφέρει ομοίωμα της Αγίας Σοφίας, υπενθυμίζοντας στους μελλοντικούς αυτοκράτορες τους αφιερωτές της Πόλης και του ναού. Στο ημικυκλικό τύμπανο πάνω από την κεντρική (τη Βασίλειο) θύρα του νάρθηκα εικονίζεται αυτοκράτορας να κάνει μετάνοια μπροστά στον ένθρονο Χριστό, που πλαισιώνεται από μετάλλια με την Παναγία και έναν αρχάγγελο. Ο αυτοκράτορας αυτός είναι κατά πάσαν πιθανότητα ο Λέων ΣΤ’ που εικονίζεται στη στάση αυτή σε ένδειξη μεταμέλειας για τον τέταρτο γάμο που συνήψε, που ήταν παράνομος κατά το εκκλησιαστικό δίκαιο. Στο βόρειο υπερώο υπάρχει ψηφιδωτή παράσταση του αδελφού του Λέοντα ΣΤ’, Αλέξανδρου, με τυπικά αυτοκρατορικά ενδύματα, που μάλλον φιλοτεχνήθηκε στη διάρκεια της σύντομης βασιλείας του το 912-913. Στον ανατολικό τοίχο του νότιου υπερώου σώζονται οι δύο αναθηματικοί ψηφιδωτοί πίνακες των αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου Μονομάχου και Ζωής, που χρονολογείται κοντά στο έτος ανάρρησης στο θρόνο του Κωνσταντίνου, γύρω στο 1044, και του Ιωάννου Κομνηνού με την Ειρήνη, γύρω στο 1118. Στο νότιο υπερώο σώζεται επίσης η γιγαντιαίων διαστάσεων παράσταση της Δέησης, με το Χριστό να πλαισιώνεται από τις μορφές της Παναγίας και του Προδρόμου, που μεσιτεύουν για τη σωτηρία των ανθρώπων· ίσως πρόκειται για αφιέρωμα του ίδιου του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ του Παλαιολόγου, για την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1261. Το μνημείο έχει υποστεί αρκετές επισκευές και τροποποιήσεις στο πέρασμα των αιώνων. Ο αρχικός τρούλος κατέρρευσε λόγω σεισμού το 558 και ανακατασκευάστηκε κατά 6 μέτρα ψηλότερος από τον Ισίδωρο το Νεότερο. Το τεράστιο βάρος του φαίνεται ότι δεν αντιστηριζόταν επαρκώς, γεγονός που προκάλεσε την παραμόρφωση της βάσης του τρούλου, την κλίση των πεσσών και των αντηρίδων προς τα πίσω, και τη διεύρυνση του ανατολικού και του δυτικού τόξου. Το 989 ο Αρμένιος αρχιτέκτονας Trdat (Τιριδάτης) μετακλήθηκε στην Πόλη και πραγματοποίησε εργασίες αποκατάστασης στο δυτικό τόξο και σε τμήματα του τρούλου που είχαν καταπέσει μετά από σεισμό. Το ανατολικό τμήμα του τρούλου κατέπεσε άλλη μια φορά, το 1346. Το 16ο αιώνα έγιναν πρόσθετες επισκευές και προστέθηκαν οι τέσσερις μιναρέδες που εξακολουθούν να υψώνονται στις γωνίες του κτιρίου. Άλλη μια επισκευή μεγάλης κλίμακας έγινε την περίοδο 1847-1849 από τους Ελβετούς αρχιτέκτονες Γκασπάρ και Τζιουζέπε Φοσσάτι. Ο ναός, σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αποτέλεσε την έδρα του Πατριαρχείου. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204 ο ναός έγινε καθεδρικός για το Λατίνο αρχιεπίσκοπο, ενώ μετά το 1453 μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος. Έκτοτε, παρέμεινε χώρος λατρείας μέχρι την ανακήρυξή του σε μουσείο το 1935.
Ηράκλειος: Αυτοκράτορας του Βυζαντίου από το 610 έως το 641. Ήταν γιος του εξάρχου της Καρχηδόνας. Ανακηρύσσεται αυτοκράτορας το 610, όταν εισβάλλει στην Κωνσταντινούπολη με ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις από την Καρχηδόνα και, με την υποστήριξη των Πρασίνων και του πατριάρχη Σεργίου Α΄, καταλαμβάνει το θρόνο. Η αυτοκρατορία όταν αναλαμβάνει την εξουσία ο Ηράκλειος, βρίσκεται σε ιδιαίτερα δυσμενή κατάσταση, καθώς δέχεται πιέσεις από τους Σλάβους και τους Άβαρους στα βόρεια Βαλκάνια και τους Πέρσες στα Ανατολικά. Οι Πέρσες μάλιστα, καταλαμβάνουν την Ιερουσαλήμ το 614 και την Αίγυπτο το 619. Παράλληλα, πρέπει να αντιμετωπίσει και εσωτερικούς αντιπάλους οι οποίοι εποφθαλμιούν τον θρόνο του. Σε γενικές γραμμές, ο Ηράκλειος βρισκόταν μονίμως σε αμυντικούς και επιθετικούς πολέμους, καταφέρνοντας να κατατροπώσει τους Πέρσες και τους Άβαρους. Ωστόσο, σύντομα τον περσικό κίνδυνο αντικαθιστά το Ισλάμ. Οι μωαμεθανοί καταλαμβάνουν περιοχές στην Παλαιστίνη τις οποίες ο αυτοκράτορας αδυνατεί να ανακτήσει. Ο Ηράκλειος υπήρξε εξαιρετικός στρατιωτικός και πολεμιστής, αναδιοργανώνει το στρατό και ανακτά πολλά από τα χαμένα εδάφη της αυτοκρατορίας. Ωστόσο, δεν φαίνεται να είναι το ίδιο ικανός κυβερνήτης, ενώ αδυνατεί να λύσει τις θρησκευτικές διαμάχες που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του.
Άβαροι: Νομαδικός λαός που εμφανίστηκε στα μέσα του 6ου αιώνα στις στέπες βόρεια της Μαύρης Θάλασσας. Η προηγούμενή τους ιστορία παραμένει άγνωστη. Ήταν γνωστοί για την πολεμική τους δεινότητα. Με την πάροδο των χρόνων η δύναμη των Αβάρων αυξήθηκε σε βαθμό που αποτελούσαν πλέον μεγάλη απειλή για το Βυζάντιο. Το 582, σε συμμαχία με τους Σλάβους, κατέκτησαν μέρος της βαλκανικής χερσονήσου. Η κορύφωση της σύγκρουσης με το Βυζάντιο έλαβε χώρα το 626, όταν οι Άβαροι και οι Πέρσες πολιόρκησαν χωρίς επιτυχία την Κωνσταντινούπολη. Στις αρχές του 9ου αιώνα, εσωτερικές έριδες και εξωτερικές πιέσεις οδήγησαν στη διάλυση του κράτους των Αβάρων, το οποίο διαμοιράστηκε ανάμεσα στους Φράγκους και τη Βουλγαρική Αυτοκρατορία.
Εικονομαχία: με τον όρο Εικονομαχία προσδιορίζεται το κίνημα που στράφηκε κατά της λατρείας εικόνων που απεικόνιζαν τον Θεό ή τους Αγίους. Η περίοδος της εικονομαχίας ξεκίνησε το 726 ή το 730 από τον Λέοντα τον Γ΄, διακόπηκε το 787 από την αυτοκράτειρα Ειρήνη, αποκαταστάθηκε το 815 από τον Λέοντα Ε΄, και έληξε το 843 από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα. Κατά τις δύο περιόδους της Εικονομαχίας, τα εικονογραφικά προγράμματα των ναών αντικαταστάθηκαν από γεωμετρικά σχήματα, φυτικά θέματα, το σημείο του σταυρού κ.α., ενώ διώχθηκαν όσοι επέμεναν στην προσκύνηση των εικόνων.
Ήττα στο Ματζικέρτ: Η μάχη του Ματζικέρτ στην Αρμενία έλαβε χώρα στις 26 Αυγούστου 1071 μεταξύ του βυζαντινού στρατού υπό τον αυτοκράτορα Ρωμανό Δ' Διογένη, και των Σελτζούκων Τούρκων του σουλτάνου Αλπ Αρσλάν. Ο αυτοκράτορας Ρωμανός ηττήθηκε, αιχμαλωτίστηκε και απελευθερώθηκε μετά την καταβολή λύτρων, ενώ η βυζαντινή αυτοκρατορία υποχρεώθηκε στην καταβολή ετήσιου φόρου και την παραχώρηση μερικών φρουρίων στους Σελτζούκους. Αυτή η πανωλεθρία των βυζαντινών στρατευμάτων και, κυρίως, η εσωτερική πολιτική παράλυση που ακολούθησε, επέτρεψε τη μόνιμη εγκατάσταση των Σελτζούκων στη Μικρά Ασία.Την ήττα του Ματζικέρτ ακολούθησε σειρά γεγονότων που υπονόμευσαν τη δύναμη της ήδη εξασθενημένης κατά τον 11ο αι. αυτοκρατορίας. Στον Ρωμανό Δ' επιβλήθηκε οικτρή τιμωρία, χάνοντας και το θρόνο του και τη ζωή του, ενώ παράλληλα δημιουργήθηκε ένα γεωγραφικό κενό στον βυζαντινό χάρτη, το οποίο γέμισαν σταδιακά οι Σελτζούκοι, εγκαθιδρύοντας την πρωτεύουσά τους στη Νίκαια (İznik) το 1077. Μετά τη μάχη, η αυτοκρατορία περιήλθε, για ακόμα μια φορά στη δίνη του εμφυλίου πολέμου, που έληξε όταν ο Αλέξιος Α' Κομνηνός ανέβηκε στο θρόνο. Οι Βυζαντινοί με την ήττα στο Ματζικέρτ έχασαν και τις οδούς που οδηγούσαν στις ανατολικές τους επαρχίες και ειδικά στην Αρμενία, με αποτέλεσμα να χάσουν και τον έλεγχο των κατοίκων τις περιοχής. Αυτοί οι ορεσίβιοι κάτοικοι επάνδρωναν σε μεγάλο βαθμό το στρατό του Βυζαντίου και τον έκαναν πιο αξιόμαχο. Ακόμα, ο δρόμος για τον εκτουρκισμό των πληθυσμών της περιοχής είχε ανοίξει δυσχεραίνοντας ακόμα πιο πολύ την ανακατάληψη αυτών των περιοχών από τους μετέπειτα αυτοκράτορες. Χάθηκαν πολλές γαίες τις οποίες έδιναν για επιβράβευση στα στρατεύματα οι αυτοκράτορες, με αποτέλεσμα να αναγκαστούν να τους παρέχουν άλλα ανταλλάγματα, μετατρέποντας το στρατό από εθνικό σε μισθοφορικό.
Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος (1224/5-1282): Βυζαντινός αυτοκράτορας από το 1259 έως το 1282. Υπήρξε ο ιδρυτής της δυναστείας των Παλαιολόγων. Ξεκίνησε την καριέρα του ως στρατιωτικός, και, εκμεταλλευόμενος τη σύγχυση που ακολούθησε τον θάνατο του Θεοδώρου, συμμετείχε σε συνωμοσίες της αριστοκρατίας για να ανέλθει στο θρόνο. Τελικά, στις 13 Ιουλίου του 1261 κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη και στέφθηκε αυτοκράτορας αγνοώντας τον συναυτοκράτορά του νεαρό Ιωάννη Δ’ Λάσκαρη. Ικανός διπλωμάτης αλλά και στρατιωτικός, διεξήγαγε νικηφόρους πολέμους στην προσπάθειά του να ανορθώσει την αυτοκρατορία, ενώ αναδιοργάνωσε την άμυνα της Κωνσταντινούπολης. Αυτό ωστόσο που θα χαρακτήριζε τελικά τη βασιλεία του, είναι οι προσπάθειες για την επανένωση των δύο εκκλησιών, καθώς πίστευε ότι έτσι θα διασφάλιζε τη βιωσιμότητα του κράτους του. Πέθανε στο Παχώμιο της Ανατολικής Θράκης τον Δεκέμβριο του 1282. Ο διάδοχός του Ανδρόνικος μετέφερε τη σωρό του στη Θράκη, όπου ενταφιάστηκε χωρίς να ψαλεί νεκρώσιμη ακολουθία, καθώς ο Μιχαήλ Παλαιολόγος είχε πεθάνει ως «λατινόφρων».
Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος (1350-1425): Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (1391-1425). Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και ήταν γιος του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε' Παλαιολόγου και της Ελένης Κατακουζηνής. Ως γόνος αυτοκρατορικής οικογενείας, έλαβε αξιόλογη μόρφωση και από νεαρή ηλικία αναμίχθηκε στα κοινά. Ανήλθε στον θρόνο το 1391, αφού κατάφερε να εξουδετερώσει τις προσπάθειες συγγενών του να του αμφισβητήσουν την τάξη διαδοχής. Από τα πρώτα χρόνια της βασιλείας του η οθωμανική πίεση γινόταν όλο και πιο έντονη και σε γενικές γραμμές η βασιλεία του σημαδεύτηκε από τις επιδρομές των Τούρκων και τις διπλωματικές του προσπάθειες να εξασφαλίσει βοήθεια από τη Δύση. Οι προσπάθειες ωστόσο αυτές αποδείχθηκαν άκαρπες και αναγκάστηκε να υπογράψει ταπεινωτική συνθήκη ειρήνης με τον Οθωμανό Μουράτ Β', με την οποία αναγνώριζε την υποτέλεια του Βυζαντίου στον σουλτάνο. Πέθανε στις 21 Ιουλίου 1425, αφού προηγουμένως είχε ασπασθεί τον μοναχισμό με το όνομα Ματθαίος, ενώ άφησε πίσω του πλούσιο συγγραφικό έργο.
Τα κάστρα: Στην κορυφή ενός πρόβουνου του Ταϋγέτου, λίγα χιλιόμετρα ΒΔ της Λακεδαίμονος, όπως ονομαζόταν η Σπάρτη στα βυζαντινά χρόνια, το κάστρο του Μυστρά ή Μυζηθρά ιδρύθηκε το 1249 από τον Φράγκο πρίγκιπα Γουλιέλμο Β΄ Βιλεαρδουίνο. Ο λόφος είναι φύσει οχυρός, γιατί από τα νότια και τα ΝΑ είναι εντελώς απροσπέλαστος, καθώς ο βράχος υψώνεται σχεδόν κάθετα σε δυσθεώρητο ύψος. Όμως, η θέα προς την κοιλάδα του Ευρώτα δεν εμποδίζεται από τίποτε προς το βορρά, την ανατολή και το νότο – η θέση είναι εξαιρετικά καίρια για τον έλεγχο της περιοχής. Το όνομα του Μυστρά θα μπορούσε να προέρχεται από κάποιον γαιοκτήμονα της περιοχής που το επώνυμό του ή το επάγγελμά του ήταν Μυζηθράς. Οι Φράγκοι οικοδόμησαν ένα δυνατό κάστρο για τον αποτελεσματικό έλεγχο της νότιας Πελοποννήσου. Ωστόσο, για να λυθεί η αιχμαλωσία του Γουλιέλμου, μετά τη μάχη της Πελαγονίας το 1259, αναγκάστηκαν να παραχωρήσουν στους Βυζαντινούς τα κάστρα της Μονεμβασίας, της Μάνης και του Μυστρά το 1262. Στα αμέσως επόμενα χρόνια, η ασφάλεια που παρείχε ο λόφος προκάλεσε τη μετακίνηση των κατοίκων της Λακεδαίμονος και των γύρω οικισμών, την εγκατάστασή τους στην πλαγιά κάτω από το κάστρο και το κτίσιμο των οικιών τους με μαρμάρινο και άλλο οικοδομικό υλικό από τα ερείπια της αρχαίας Σπάρτης και τις παλιές ιδιοκτησίες τους. Παράλληλα, η επισκοπή Λακεδαίμονος μετέφερε εκεί την έδρα της το 1264, ενώ η στρατιωτική «κεφαλή» του Μοριά, ο ενιαύσιος στρατηγός, μόλις το 1289. Ο καθεδρικός ναός, αφιερωμένος στον άγιο Δημήτριο, κτίστηκε μέσα στο τελευταίο τρίτο του 13ου αιώνα, ίσως από τον μητροπολίτη Ευγένιο, και ανακαινίστηκε από τον Νικηφόρο Μοσχόπουλο, που ήλθε από την Κωνσταντινούπολη. Ιδιαίτερα σημαντικές προσωπικότητες θα πρέπει να ήταν ο Δανιήλ και ο πρωτοσύγκελος Παχώμιος, που ίδρυσαν τα δύο διαδοχικά καθολικά της μονής Βροντοχίου, τους Αγίους Θεοδώρους και το Αφενικό (πριν το 1296 και το 1310). Από το 1308 η «κεφαλή» έπαψε να έχει θητεία ενός χρόνου και έγινε μόνιμη διοίκηση. Το 1348 ο Μυστράς αναδείχθηκε σε πρωτεύουσα του Δεσποτάτου του Μορέως με πρώτο δεσπότη τον Μανουήλ Καντακουζηνό (1348-1380), δευτερότοκο γιο του αυτοκράτορα Ιωάννη Ҁ΄. Ο Μανουήλ έλαβε ως σύζυγό του την Ισαβέλλα, κόρη του βασιλέα της Μικρής Αρμενίας Γκυ ντε Λουζινιάν, τη γνωστή από τη μυθιστορηματική βιογραφία της, πριγκηπέσα Ιζαμπώ. Ο Μανουήλ γύρω στο 1350 ίδρυσε τη μονή του Ζωοδότου Χριστού, που έχει ταυτιστεί με την σημερινή εκκλησίας της Αγίας Σοφίας, ενώ η Ισαβέλλα φαίνεται ότι την ίδια περίοδο ίδρυσε την μονή της Περιβλέπτου. Tο 1383 την οικογένεια των Καντακουζηνών διαδέχθηκε στη διοίκηση του Μυστρά η οικογένεια των Παλαιολόγων που κατείχε το θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Ο Θεόδωρος Α’ Παλαιολόγος, γιός του αυτοκράτορα Ιωάννη του Ε’, ανέκοψε την αυτονομιστική διάθεση του τελευταίου Καντακουζηνού, του Δημητρίου. Η διοίκησή του στο Μυστρά βασίζονταν πάντα στις λεπτές ισορροπίες μεταξύ εχθρών και φίλων. Από την άλλη πλευρά, οι κάτοικοι της πόλης είχαν υψηλό φρόνημα και αφυπνισμένο αίσθημα εθνικής συνείδησης, προϊόν του μακροχρόνιου πολέμου, αλλά και της αναγκαστικής συμβίωσης με Φράγκους, Βενετούς, Αλβανούς, που είχαν αρχίσει να έρχονται κατά κύματα στην Πελοπόννησο από το 13ο αιώνα, και Εβραίους, που είχαν εγκατασταθεί στην περιφέρεια της πόλης. Οι κάτοικοι αντέδρασαν σθεναρά όταν ο Θεόδωρος αντί χρηματικού ποσού παραχώρησε το Μυστρά στους Ιωαννίτες ιππότες το 1402, με αποτέλεσμα να ακυρωθεί η σύμβαση. Από την άλλη, οι διαμάχες με τους άρχοντες και τον πληθυσμό λόγω της φορολογίας και των λοιπών επιβαρύνσεων ήταν συνεχείς. Το 1423 οι Οθωμανοί λεηλάτησαν την Πελοπόννησο, αλλά το 1429, μετά από επιτυχίες του Θεόδωρου Β’ Παλαιολόγου και του Ιωάννη Η’, του νέου αυτοκράτορα, ιδρύθηκε νέο Δεσποτάτο με έδρα τη Γλαρέντζα και το 1430 ένα τρίτο με έδρα τα Καλάβρυτα. Τότε, την εποχή αυτή του ύστατου θριάμβου, κτίζονται στο Μυστρά η Ευαγγελίστρια και η μονή της Παντάνασσας. Ωστόσο, από τους τρεις αδελφούς Παλαιολόγους, τον Θεόδωρο, τον Κωνσταντίνο και τον Θωμά, που διεκδικούσαν ο καθένας για λογαριασμό του την εξουσία στο Μοριά ή και στην Κωνσταντινούπολη, στο Μυστρά έμεινε ο Κωνσταντίνος μέχρι το 1449, όταν έφυγε για την Πόλη, χωρίς να στεφθεί πραγματικά, για να παραλάβει το θρόνο. Μετά το 1453, οι Οθωμανοί ουσιαστικά έπαιζαν τον πρώτο ρόλο στην Πελοπόννησο και ήταν ζήτημα χρόνου να κυριεύσουν και τους τελευταίους Βυζαντινούς θύλακες. Ο Δημήτριος Παλαιολόγος παρέδωσε το Μυστρά το 1460 στον Μωάμεθ Β’ μπροστά στην απειλή του πολυάριθμου στρατού του, ενώ ο Θωμάς από την Πάτρα έφυγε για την Ιταλία. Ο Μυστράς ήταν μια μεγάλη πόλη για την εποχή της και υπήρξε η καρδιά της Πελοποννήσου για σχεδόν δύο αιώνες. Στους στενούς δρόμους του περπάτησαν σημαντικές προσωπικότητες της εποχής, λαϊκοί και κληρικοί, που καθόρισαν όχι μόνον τη μοίρα της πόλης, αλλά ίσως και της Ευρώπης. Η προσωπικότητα του Γεώργιου Πλήθωνα Γεμιστού, φιλόσοφου με υψηλή κρατική θέση, είναι η πιο ονομαστή. Πράγματι, ο Πλήθων ήταν που, με την ευκαιρία της συνόδου για την ένωση των Εκκλησιών, επέδρασε έτσι ώστε να αναζωογονηθεί το ενδιαφέρον για την κλασική παιδεία στη Φλωρεντία. Το 1464, κατά την αποτυχημένη πολιορκία του Μυστρά από τους Βενετούς, ο άρχοντας Σιγισμούνδος Μαλατέστας κατάφερε να εισέλθει στην πόλη και φεύγοντας να πάρει μαζί του μοναδικό λάφυρο το λείψανο του Γεμιστού, που το απέθεσε μαζί με των άλλων σοφών της αυλής του στο Ρίμινι.
Δεσποτάτο του Μορέως (ή Δεσποτάτο του Μυστρά):
Κρήτη:


Βιβλιογραφία (6)

1. Dagron, G, Η γέννηση μιας πρωτεύουσας: η Κωνσταντινούπολη και οι θεσμοί της από το 330 ως το 451, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα, 2000

2. Ιστορία του ελληνικού έθνους, Αθήνα

3. Ράνσιμαν Σ., Βυζαντινός Πολιτισμός, Εκδόσεις Γαλαξίας Ερμείας, Αθήνα, 1978

4. Kazhdan, A. P., The Oxford Dictionary of Byzantium, Washington D.C., 1991

5. Mango, C., Studies on Constantinople, Aldershot, 1979

6. Constantinople and its Hinterland: Papers from the Twenty-Seventh Spring Symposium of Byzantine Studies, Oxford, April 1993, Aldershot, 1995


Σχόλια (0)