Η μονή Δαφνίου
Η Mονή Δαφνίου είναι κτισμένη σε ιδιαίτερη θέση στη
δυτική είσοδο του λεκανοπεδίου, στις παρυφές τους άλσους Χαϊδαρίου. Βρίσκεται στο
μέσο περίπου της διαδρομής της Ιεράς Οδού, που οδηγεί από την Αθήνα στην
Ελευσίνα, στη θέση πιθανότατα του ιερού του Δαφναίου Απόλλωνα.
Η Μονή προστατεύεται από ισχυρό οχυρωματικό
περίβολο τετράγωνου σχήματος με επάλξεις, τετράγωνους πύργους και δύο πύλες. Ο περίβολος
περικλείει το καθολικό , το οποίο είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, καθώς
και τα ερείπια των κελιών και άλλων κτιρίων, όπως των μαγειρείων και της τράπεζας.
Η ίδρυση του μεγάλου και πλούσιου αυτού καθιδρύματος
συνδέεται πιθανώς με κύκλους της αυτοκρατορικής αυλής. Εντούτοις, τόσο η
ταυτότητα του κτήτορα όσο και η ακριβής
χρονολογία ίδρυσης δεν είναι δυνατόν να καθοριστούν με ακρίβεια, καθώς μέχρι
τώρα δεν έχει βρεθεί κάποια επιγραφή ή άλλο τεκμήριο που να επιτρέπει τον
ασφαλή προσδιορισμό τους.
Το καθολικό, δηλαδή ο κυρίως ναός της μονής,
χρονολογείται στο β΄μισό του 11ου αιώνα και ανήκει στον τύπο του ηπειρωτικού οκταγωνικού , χωρίς
υπερώα με νάρθηκα και μεταγενέστερη διώροφη στοά στο δυτικό μέρος. Στο τύμπανο του τρούλου ,
δεκαέξι μονόλοβα παράθυρα επιτρέπουν στο
φως να διαχέεται ομοιόμορφα στο εσωτερικό του ναού. Εξωτερικά, λόγω της απουσίας
υπερώων, το κτίριο φαίνεται να υψώνεται πυραμιδωτά
μέχρι την κορυφή του τρούλου. Για την
κατασκευή των τοίχων έχει χρησιμοποιηθεί το πλινθοπερίκλειστο
σύστημα , ενώ από το σημείο της γένεσης των παραθύρων και μέχρι το
έδαφος έχουν χρησιμοποιηθεί μεγάλοι λευκοί κυβόλιθοι, οι οποίοι είναι
τοποθετημένοι με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζουν σταυρό, χαρακτηριστικό και
αυτό της μεσοβυζαντινής παράδοσης στον ελλαδικό χώρο. Ο κεραμοπλαστικός διάκοσμος περιορίζεται σε ζώνη με
μαιάνδρους στο άνω τμήμα της αψίδας του ιερού , οδοντωτές ταινίες γύρω από τα
τόξα των παραθύρων και πάνω από τον κοσμήτη ,
ενώ υπάρχει περιορισμένη χρήση κουφικών
κοσμημάτων.
Στις αρχές του 12ου αιώνα προστέθηκε στο δυτικό
τμήμα του ναού μία ανοικτή στοά, η οποία στη συνέχεια κτίστηκε και μετατράπηκε
σε εξωνάρθηκα . Η όψη του εξωνάρθηκα αλλοιώθηκε από τους κιστεριανούς
μοναχούς, στους οποίους παραχωρήθηκε η Μονή το 1207 από τον δούκα των Αθηνών,
Όθων ντε λα Ρος. Έτσι, σήμερα σώζονται στην πρόσοψη οξυκόρυφα τόξα,
χαρακτηριστικά της δυτικής αρχιτεκτονικής, τα οποία μάλλον αντικατέστησαν τα
αρχικά βυζαντινά τόξα. Παράλληλα, η κρύπτη που
βρίσκεται κάτω από το νάρθηκα μετατράπηκε σε μαυσωλείο για την ταφή των δουκών
της Αθήνας, ενώ νοτίως του καθολικού δημιουργήθηκε τετράγωνη αυλή με στοές (το
γνωστό cloître
των
δυτικών μοναστηριών).
Όταν η Αθήνα κυριεύθηκε από τους Τούρκους, το 1458,
η Μονή παραχωρήθηκε και πάλι στους ορθοδόξους μοναχούς. Κατά τη Μεταβυζαντινή εποχή
κατασκευάστηκε δυτικά του εξωνάρθηκα ένα
ιδιόμορφο παρεκκλήσι με βόρειο προσανατολισμό.
Μετά την Επανάσταση, στα 1840, η Μονή ερημώθηκε και
τελικά εγκαταλείφθηκε, και στη συνέχεια στέγασε το δημόσιο ψυχιατρείο. Στα τέλη
του 19ου αιώνα, μετά από συνεχείς σεισμούς, το καθολικό κινδύνευσε να
καταρρεύσει. Ακολούθησε σειρά επισκευών, όπου αντικαταστάθηκε ο τρούλος, ενώ τα
ψηφιδωτά επισκευάστηκαν από Ιταλούς συντηρητές. Η αρχική θέση ορισμένων
παραστάσεων έχει διαταραχθεί μετά την επανατοποθέτησή τους, ενώ κάποιες άλλες
δέχτηκαν συμπληρώσεις.
Το εσωτερικό του καθολικού, είχε τη γνωστή στα
επώνυμα κτίρια της Κωνσταντινούπολης διάταξη με ορθομαρμαρώσεις και γλυπτό
διάκοσμο στο κατώτερο τμήμα του ναού, σήμερα κατεστραμμένα, και ψηφιδωτά στα
ανώτερα μέρη.
Το εξαιρετικό σύνολο ψηφιδωτών ακολουθεί το
εικονογραφικό πρόγραμμα, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά από τη λήξη της
εικονομαχίας και αντικατοπτρίζει τις νέες δογματικές αντιλήψεις με βασικό θέμα
την Ενσάρκωση του Κυρίου. Έτσι στον τρούλο,
ο οποίος συμβολίζει την ουράνια σφαίρα, δεσπόζει σε μετάλλιο η αυστηρή μορφή
του Παντοκράτορα, η οποία πλαισιώνεται από προφήτες στο τύμπανο. Στην κόγχη του ιερού απεικονίζεται ένθρονη
η Παναγία συνοδευόμενη από αρχαγγέλους. Στα ημιχώνια ,
στις καμάρες και στις επιφάνειες των κεραιών αποδίδονται σκηνές από τον Χριστολογικό κύκλο , ενώ σε άλλα σημεία του ναού
αποδίδονται άγιοι και ιεράρχες. Στον νάρθηκα, το εικονογραφικό πρόγραμμα συμπληρώνεται
με σκηνές από τον κύκλο του Πάθους και τον βίο της Παναγίας. Όλες οι μορφές
αποδίδονται με σωστές αναλογίες και συγκρατημένες κινήσεις, ενώ η αρμονία και η
συμμετρία των συνθέσεων φανερώνουν τέχνη με βαθιές καταβολές στην κλασική
παράδοση. Χαρακτηριστική είναι η στάση των προφητών στο τύμπανο του τρούλου
που θυμίζει φιλοσόφους της αρχαιότητας, αλλά και οι γεμάτες χάρη γυναικείες μορφές
των παραστάσεων του νάρθηκα, ενώ η σκηνή της Σταύρωσης, στη βόρεια κεραία του
κυρίως ναού, αποτυπώνει με μοναδικό τρόπο τη θλίψη στα πρόσωπα της Παναγίας και
του Ιωάννη. Η άψογη τεχνική εκτέλεση του διακόσμου φανερώνουν ιδρυτή με μεγάλα
οικονομικά μέσα και καλλιτέχνες με θητεία σε εργαστήριο της Κωνσταντινούπολης.
Η χρονολόγηση
των λαμπρών αυτών ψηφιδωτών, που η ποιότητά τους τα εντάσσει στα αριστουργήματα
της βυζαντινής τέχνης, κυμαίνεται από τον 10ο αιώνα, έως τα τέλη του 11ου
αιώνα. Τελευταία, τα ψηφιδωτά τοποθετήθηκαν στην εποχή του Κωνσταντίνου Ζ’
Πορφυρογέννητου (913-959), λόγω του κλασικιστικού τους χαρακτήρα· ωστόσο γενικά
παραδεκτή είναι η χρονολόγησή τους στα τέλη του 11ου αιώνα.
Το μνημείο έχει συμπεριληφθεί στον Κατάλογο
Παγκόσμιας Κληρονομιάς (WHL) της UNESCO από το 1990.
Βιβλιογραφία (9)▼
Σχόλια (0)▼
Νέο Σχόλιο▼