Η πόλη
Ο Πλαταμώνας βρίσκεται σε λόφο, στους ΝΑ πρόποδες του Ολύμπου, πολύ κοντά
στη θάλασσα. Η πόλη-κάστρο ιδρύθηκε κατά τη Μεσοβυζαντινή περίοδο στη θέση της
αρχαίας πόλης Ηράκλειον. Η ονομασία Πλαταμών απαντά για πρώτη φορά το 1198 σε
χρυσόβουλο του Αλέξιου Γ’, με το οποίο παραχωρούνται στους Βενετούς προνόμια
επισκέψεως στην πόλη. Στην περίοδο της φράγκικης κυριαρχίας, που κράτησε από το
1204 έως το 1224, το κάστρο του Πλαταμώνα πέρασε στην εποπτεία του Rolando
Piscia ή Pise, ο οποίος
φαίνεται ότι το επισκεύασε και του έδωσε τη μορφή που διατηρείται έως σήμερα.
Στη συνέχεια, ο Πλαταμώνας περιήλθε στον Θεόδωρο Α’ Κομνηνό Δούκα, ενώ τον 14ο
αιώνα χρησιμοποιείται στους πολέμους του Καντακουζηνού και του Απόκαυκου με τις
ονομασίες: πολίχνη ή χωρίο. Το κάστρο του Πλαταμώνα παρέμεινε σε χρήση ακόμη
και μετά την κατάκτησή του από τους Τούρκους, εξαιτίας της σημαντικής
στρατηγικής του θέσης, και κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας δέχτηκε πολλές
επεμβάσεις ανοικοδόμησης. Το 1897, ωστόσο, οι Τούρκοι αναγκάζονται με τον
βομβαρδισμό του κάστρου από τον πλοίαρχο Σαχτούρη να το εγκαταλείψουν, οπότε
και το κάστρο ερειπώνεται, μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο που
ξαναχρησιμοποιείται ο λόφος ως οχυρό.
Στην κορυφή του λόφου, δίπλα στην εθνική οδό
Θεσσαλονίκης-Αθήνας δεσπόζει το κάστρο του Πλαταμώνα με τον κεντρικό πύργο στο
ψηλότερο σημείο. Στο ΒΑ τμήμα του χώρου, εντός του κάστρου, οι αρχαιολογικές
έρευνες αποκάλυψαν χριστιανικό ναό (Ναός Α’), τον οποίο περιέβαλε νεκροταφείο.
Σύμφωνα με τις αρχαιολογικές ενδείξεις, ο ναός αυτός υπήρξε κατά την ανέγερσή
του (10ο-11ο αιώνα) μονόχωρος, κατάγραφος και επιπλέον διακοσμημένος με
εξαιρετικά γλυπτά. Αργότερα, κατά τον 14ο αιώνα, με την προσθήκη του νάρθηκα , ο
ναός μετετράπη σε τρίκλιτη πεσσοστήρικτη βασιλική που τοιχογραφήθηκε εκ νέου.
Στο χώρο Α, Ν και Β, εξωτερικά του ναού, η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως
νεκροταφείο, όπου ανασκάφηκαν περισσότερες από 160 ελεύθερες ταφές, λακκοειδείς
τάφοι και ταφές σε κιβώρια, των οποίων τα κτερίσματα ανάγονται στην περίοδο από
τον 13ο-14ο έως και τον 16ο-17ο αιώνα.
Επιπλέον, στο ΝΑ τμήμα του τείχους, εντοπίστηκε και
δεύτερος ναός (Ναός Β’), μονόχωρος, μικρών διαστάσεων, διακοσμημένος με
τοιχογραφίες που χρονολογούνται στα μέσα του 17ου αιώνα. Στον περιβάλλοντα χώρο
εξωτερικά του ναού αυτού αποκαλύφθηκαν περισσότεροι από 127 υστεροβυζαντινοί
και μεταβυζαντινοί τάφοι, ως επί το πλείστον λακκοειδείς, που περιείχαν κυρίως
ταφές βρεφών και παιδιών.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι λασπόχτιστοι τοίχοι
ενός κτιρίου που αναπτύσσεται γύρω από μια αυλή με πηγάδι, καθώς κι ένα μικρό
παραλληλόγραμμο δωμάτιο με εστία και τζάκι στο ΒΔ άκρο της αυλής. Το κτίσμα
σώζεται στο βόρειο τμήμα του τείχους της πόλης και φέρει σοβαρές ενδείξεις
σχετικά με τη χρήση του χώρου ως εργαστήριο-σιδηρουργείο, πιθανότατα στην
περίοδο της Τουρκοκρατίας. Άλλα κτίσματα ιδιωτικού χαρακτήρα, απλά μονόχωρα
πλαισιωμένα με λιθόστρωτη αυλή, πιθανότατα κατοικίες, έχουν επίσης αποκαλυφθεί
σε διάφορα σημεία του κάστρου, όπως επίσης και τμήματα του λιθόστρωτου οδικού
δικτύου της μεσαιωνικής πόλης.
Βιβλιογραφία (3)▼
Σχόλια (0)▼
Νέο Σχόλιο▼