Το νησί


Η Λέρος, νησί του συμπλέγματος των Δωδεκανήσων στο ανατολικό άκρο του αιγαιακού χώρου, εμφανίζει αρχαιολογικά τεκμηριωμένη ανθρώπινη παρουσία και δραστηριότητα ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους, με ευρήματα της τελικής νεολιθικής και της πρώιμης εποχής του Χαλκού. Στους ιστορικούς χρόνους, η εξέλιξη και ο χαρακτήρας που διαμόρφωσε η Λέρος επηρεάστηκαν σημαντικά από τη στενή σχέση της με τη Μίλητο, κάτοικοι της οποίας εποίκισαν το νησί. Από τη σφαίρα της μιλησιακής επιρροής, η Λέρος πέρασε στη διαδοχικά σπαρτιατική και τη ρωμαϊκή κυριαρχία, ενώ και η μακεδονική παρουσία στο νησί έχει επίσης αρχαιολογικά επιβεβαιωθεί. Η επίσημη λατρεία είχε κέντρο της το Παρθένι, στο βόρειο τμήμα του νησιού, και αναφερόταν στην Παρθένο Ιοκαλλίδα, η οποία ταυτίζεται με την Άρτεμη και συνδέει το νησί με το μύθο των Μελεαγριδών. Στα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της αρχαιότητας περιλαμβάνονται λείψανα δύο σημαντικών οχυρωματικών έργων στο Παρθένι και τον Ξηρόκαμπο, καθώς και το οικιστικό κέντρο του νησιού στην Αγία Μαρίνα.

Η μετάβαση στους χριστιανικούς χρόνους βρίσκει τη Λέρο να υπάγεται διοικητικά στην Επαρχία των Νήσων (Provincia Insularum), υπό τη διοίκηση της Ασίας. Η διάδοση του χριστιανισμού στα Δωδεκάνησα δεν εξαίρεσε τη Λέρο, με κάποια καθυστέρηση ωστόσο, καθώς η επί μακρόν λατρεία της Άρτεμης εξακολουθούσε να είναι ισχυρή. Με την επικράτηση της νέας θρησκείας, το νησί οργανώθηκε επισκοπικά. Η Επισκοπή της Λέρου, υπαγόμενη στη Μητρόπολη της Ρόδου, ιδρύθηκε επιβεβαιωμένα πριν το 553, όταν στην Ε’ Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης, την οποία συγκάλεσε ο Ιουστινιανός για την καταδίκη αιρετικών συγγραμμάτων, μετείχε και ο Επίσκοπος Λέρου, Ιωάννης ο Α’.

Η παλαιοχριστιανική περίοδος στο νησί χαρακτηρίστηκε από έντονη οικοδομική δραστηριότητα. Παράγοντες, όπως η επικράτηση του χριστιανισμού και η οργάνωση της κατοίκησης, ευόδωσαν την ανέγερση πολυάριθμων βασιλικών και τη σύσταση πλήθους νέων οικισμών στην Αγία Μαρίνα, στο Παρθένι, τα Άλινδα και το Λακκί. Το αρχαιολογικό υλικό της περιόδου δεν περιορίζεται μόνο στα πλούσια αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που μαρτυρούν την εκτεταμένη ανοικοδόμηση του νησιού, αλλά περιλαμβάνει κινητά ευρήματα (νομίσματα, κεραμική), πολυάριθμα σπαράγματα ψηφιδωτών δαπέδων και αφιερωματικών επιγραφών, καθώς και διάσπαρτα αρχιτεκτονικά μέλη.

Η άνθιση που γνώρισαν τα νησιά στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ανακόπηκε βίαια με την εισβολή και προέλαση των Αράβων στον αιγαιακό χώρο. Τα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι το 10ο αιώνα ταυτίστηκαν με μια εποχή ύφεσης και ανάσχεσης. Οι θαλάσσιοι δρόμοι έγιναν επισφαλείς, η εμπορική δραστηριότητα ανακόπηκε και σημειώθηκαν ευρείας κλίμακας καταστροφές σε οικισμούς και μεγάλα εμπορικά κέντρα. Στη Λέρο, αυτή η εποχή της αναταραχής καταγράφηκε με εγκατάλειψη οικισμών και μετακίνηση των πληθυσμών προς το εσωτερικό του νησιού. Το κάστρο Παντελίου, το σημαντικότερο μεσαιωνικό μνημείο της Λέρου, και το κάστρο των Λεπίδων ανάγουν οικοδομικές φάσεις τους στη περίοδο αυτή.

Η ανακατάληψη της Κρήτης το 961 από το Νικηφόρο Φωκά σηματοδότησε τη λήξη αυτής της σκοτεινής εποχής και εγκαινίασε μια περίοδο επανίδρυσης της βυζαντινής ισχύος στο Αιγαίο, στο πλαίσιο της οποίας ανεγείρονται μεγάλες μονές στα νησιά και αποκαθίσταται η  επικοινωνία με τα μεγάλα κέντρα της αυτοκρατορίας. Αυτοκρατορικά έγγραφα του 11ου αιώνα μαρτυρούν εξελίξεις που έλαβαν χώρα στη Λέρο. Ενδεικτικό το  χρυσόβουλλο του Αλεξίου Α’ Κομνηνού, με το οποίο το 1087 παραχωρήθηκε στο Χριστόδουλο Λατρηνό, ιδρυτή της Μονής Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο, το νησί των Λειψών, τα προάστια του Παρθενίου και των Τεμενίων και τμήμα του κάστρου Παντελίου της Λέρου. Το κάστρο αργότερα, το 1088, με πρόσταξη της Άννας της Δαλασσηνής παραχωρήθηκε στο Χριστόδουλο εξ ολοκλήρου.

Το 1309 το νησί της Λέρου κατελήφθη από τους Ιωαννίτες ιππότες και εντάχθηκε μαζί με τα γειτονικά της νησιά Κάλυμνο και Νίσυρο στην περιφέρεια της Κω. Από τα τέλη του 15ου μέχρι και τις αρχές του 16ου αιώνα οι ιππότες προχώρησαν σε επισκευές τειχών και στην ανέγερση του εξωτερικού περιβόλου του κάστρου Παντελίου, προκειμένου να εκσυγχρονιστεί η άμυνα του νησιού  σύμφωνα με την καθιέρωση της χρήσης πυροβόλων όπλων. Συστηματικές πειρατικές επιδρομές και λεηλασίες στο β’ μισό του 15ου αιώνα κατέληξαν στην παράδοση της Λέρου το 1522 στους Οθωμανούς.


Γλωσσάρι (4)

Παλαιοχριστιανική Περίοδος: η Παλαιοχριστιανική περίοδος τυπικά ξεκινά από την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης από το Μ. Κωνσταντίνο στα 330 μ.Χ. και τη μεταφορά σε αυτή της έδρας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τη Ρώμη, και λήγει με το τέλος της βασιλείας του Ιουστινιανού Α (565).
βασιλική: δρομικός τύπος εκκλησίας μεγάλων διαστάσεων. Εσωτερικά υποδιαιρούνταν συνήθως σε τρία ή και περισσότερα κλίτη. Κατά κανόνα το μεσαίο κλίτος καλύπτεται από υπερυψωμένη στέγη που διατρυπάται από παράθυρα που φωτίζουν τον χώρο.
ψηφιδωτό: σχέδιο ή παράσταση που σχηματίζεται με τη συναρμολόγηση και συγκόλληση ποικιλόχρωμων ψηφίδων. Ψηφιδωτή διακόσμηση μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις επιφάνειες ενός κτιρίου, δάπεδο τοίχους ή οροφή.
χρυσόβουλλο: επίσημο δημόσιο έγγραφο – διάταγμα των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου που έφερε χρυσή σφραγίδα στη μεταξωτή ταινία που το συνόδευε, με την οποία βεβαιωνόταν η αυθεντικότητα του διατάγματος.


Πληροφοριακά Κείμενα (8)

Το νησί: Η παρουσία για δύο και πλέον αιώνες των Ιωαννιτών ιπποτών στη Ρόδο υπήρξε τόσο καθοριστική στην ιστορική της πορεία και στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της, ώστε να συνδεθεί στην ελληνική συνείδηση με το "νησί των Ιπποτών". Ωστόσο, η Ρόδος έχει να επιδείξει πλούσιο παρελθόν, σπουδαία τέχνη, μνημεία και ανθηρό πολιτισμό πολύ πριν τον ακμαίο ιπποτικό της μεσαίωνα. Βεβαιωμένη είναι η κατοίκηση από τους προϊστορικούς χρόνους. Το νησί εποικίστηκε από τους Μυκηναίους και στη συνέχεια από Δωριείς της Αργολίδας, οι οποίοι κατά τον ύστερο 10ο αι. εξαπλώθηκαν στην ευρύτερη περιοχή του ΝΔ Αιγαίου. Στο γεγονός αυτό οφείλεται η γέννηση ενός σημαντικού ομόσπονδου οργανισμού, της Δωρικής Εξάπολης, στον οποίο συνήλθαν οι δωρικές πόλεις της περιοχής με τη συμμετοχή των τριών ροδιακών πόλεων, της Ιαλυσού, της Λίνδου και της Καμείρου. Την ομοσπονδία συμπλήρωναν η Κνίδος, η Αλικαρνασσός και η Κως και κοινό θρησκευτικό κέντρο είχε οριστεί το ιερό του Τριοπίου Απόλλωνα στην Κνίδο. Η αρχαϊκή εποχή υπήρξε για τη Ρόδο περίοδος προόδου και ευημερίας. Η ανάπτυξη της ναυτιλίας επέκτεινε τον ιστό των εμπορικών σχέσεων του νησιού, με αποτέλεσμα η οικονομία να ανθίσει. Στην Κάμειρο τα αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν τις επαφές της πόλης με τη Μικρά Ασία, την Αίγυπτο και την ηπειρωτική Ελλάδα, ενώ αντίστοιχα τα ροδιακά αγγεία που έχουν βρεθεί σε πολυάριθμες θέσεις στην περιφέρεια της μεσογειακής λεκάνης επιβεβαιώνουν το εύρος των εμπορικών προορισμών. Η κοπή νομισμάτων, αλλά και η ίδρυση αποικιών, με ενδεικτική την ίδρυση της Γέλας στη Σικελία στο α’ μισό του 7ου αι. π.Χ. από Λινδίους, ενισχύουν την εικόνα ακμής. Τομή στην ιστορία του νησιού σημειώνεται το 408-407 π.Χ. όταν η Κάμειρος, η Ιαλυσός και η Λίνδος προβαίνουν στο συνοικισμό της πόλης της Ρόδου με σκοπό τη δημιουργία ενός νέου κοινού πολιτικού και οικιστικού κέντρου. Η ομώνυμη του νησιού πόλη, περίφημη για τον ιπποδάμειο πολεοδομικό της σχεδιασμό, έλαμψε στην ελληνιστική περίοδο με τον πλούτο, τη δύναμη και τον πολιτισμό της και ανέλαβε την πρωτοκαθεδρία μεταξύ των ροδιακών πόλεων. Η Ρόδος με τα πέντε λιμάνια της διαδραμάτισε καθ’ όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας κομβικό εμπορικό σταθμό. Η ισχύς και ο πολιτισμός της βρήκαν το σύμβολό τους στο κολοσσικό άγαλμα του θεού Ήλιου, έργο του γλύπτη Χάρη και ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, που ήταν δέσποζε στη θαλάσσια είσοδο της πόλης. Η Ρόδος χάνει την αίγλη της και περιέρχεται σε ύφεση κατά την ύστερη αρχαιότητα, τραυματισμένη από γεγονότα, όπως τη λεηλασία από τον Κάσσιο το 42 π.Χ., τον ισχυρό καταστροφικό σεισμό του 155 και την επιδρομή των Γότθων το 269. Το 297 ενσωματώνεται στην Επαρχία των Νήσων (Provincia insularum) και με τη μεταφορά της πρωτεύουσας του ρωμαϊκού κράτους στην Κωνσταντινούπολη το νησί φαίνεται να ανακτά κάποια από την παλαιότερη δύναμή του λόγω της κομβικής θέσης του στο θαλάσσιο δρόμο που συνέδεε την πρωτεύουσα με τις ανατολικές και νότιες επαρχίες. Ωστόσο, οι νέοι σεισμοί που σημειώθηκαν το 344 και το 515 υπονόμευσαν την ομαλή ανάκαμψη του νησιού. Ο χριστιανισμός διαδόθηκε στη Ρόδο –όπως και σε ολόκληρο το Αιγαίο- ήδη από νωρίς και το 325, στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας, συμμετείχε και ο επίσκοπος του νησιού. Η γενική ευημερία της παλαιοχριστιανικής περιόδου για τα νησιά μαρτυρείται και στη Ρόδο από την ανέγερση μεγάλων οικιών και πλήθους βασιλικών. Ενδεικτική των μνημείων της εποχής είναι η μεγάλη τρίκλιτη βασιλική που έχει αποκαλυφθεί ανατολικά της αρχαίας ακρόπολης στην πόλη της Ρόδου, με μήκος μεγαλύτερο των 60μ., τρίκλιτο εγκάρσιο κλίτος και πλούσια διακόσμηση με τοιχογραφίες, εντοίχια ψηφιδωτά και ψηφιδωτά δάπεδα. Η ανασκαφική έρευνα έχει φέρει στο φως δύο ακόμη παλαιοχριστιανικές βασιλικές στην περιοχή της μεσαιωνικής πόλης, ενώ έχει επίσης επιβεβαιώσει την ύπαρξη αξιόλογου πρωτοβυζαντινού κάστρου με προτείχισμα και τάφρο κατά τόπους, καθώς και τειχισμένη ακρόπολη στη θέση του μεταγενέστερου παλατιού του Μεγάλου Μαγίστρου. Όλες οι αρχαιολογικές ενδείξεις συνηγορούν ότι ο οικισμός των πρώτων χριστιανικών αιώνων ήταν εκτεταμένος και απλωνόταν έξω από τον τειχισμένο τομέα. Το νησί της Ρόδου ακολουθεί από τον 7ο αι. την κοινή μοίρα των νησιών του Αιγαίου σε μια εποχή ανάσχεσης, φόβου και παρακμής, λόγω της εμφάνισης του αραβικού κινδύνου. Οι Άραβες προβαίνουν σε επιθέσεις και λεηλασίεςστα νησιά, περιλαμβανομένης και της Ρόδου, δεν καταφέρνουν όμως να διακόψουν την εμπορική δραστηριότητα του νησιού. Μολυβδόβουλλα "κομμερκιαρίων", δηλ. τελωνειακών υπαλλήλων της Ρόδου, που χρονολογούνται στο τέλος του 7ου και στον 8ο αι., αποτελούν ένδειξη ότι το νησί παίζει σημαντικό ρόλο στην οποιαδήποτε εμπορική κίνηση της Ανατολικής Μεσογείου. Στους μέσους βυζαντινούς χρόνους, η Ρόδος έρχεται σε επαφή με τη Δύση. Οι Βενετοί το 1082 λαμβάνουν από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ Κομνηνό άδεια να εγκαταστήσουν στη Ρόδο σταθμό, γεγονός που εδραιώνει το σύνδεσμο της πόλης με τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό και την αναδεικνύει για άλλη μια φορά σε σημαίνουσα εμπορική θέση. Η οικονομική ευρωστία αποτυπώνεται στην έντονη νομισματική κίνηση του 11ου και του 12ου αι., καθώς και στην καλλιτεχνική δραστηριότητα. Στον 11ο αι. χρονολογείται η εκκλησία της Παναγίας του Κάστρου, η οποία υπήρξε ο καθεδρικός ναός των ορθοδόξων χριστιανών στα βυζαντινά χρόνια και αργότερα -όταν οι Ιωαννίτες κατέλαβαν τη Ρόδο- μετατράπηκε σε καθεδρικό των καθολικών, ο Άγιος Φανούριος και οι τοιχογραφίες του καθολικού του ναού του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο Θάρρι. Με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204, η Ρόδος κηρύσσεται ανεξάρτητη από τον διοικητή της Λέοντα Γαβαλά. Η ροή των Δυτικών στο νησί αυξάνεται και προλειαίνει το έδαφος για την έλευση των Ιωαννιτών ιπποτών. Οι ιππότες του τάγματος του Αγίου Ιωάννη, μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ και την κατάληψη της Άκκρα το 1291 και έχοντας απωλέσει το έρεισμά τους στα παλαιστινιακά εδάφη, κατέλαβαν τη Ρόδο το 1309. Το γεγονός αυτό σηματοδότησε μια εποχή μεγάλης ακτινοβολίας για το νησί και υπήρξε η αφορμή να διαμορφώσει η πόλη της Ρόδου την χαρακτηριστική μεσαιωνική της φυσιογνωμία, την οποία διατηρεί μέχρι σήμερα. Η Ρόδος αναδεικνύεται την εποχή αυτή ένα από τα σημαντικότερα λιμάνια της Ευρώπης. Ο πληθυσμός αυξάνεται και αποκτά χαρακτήρα πολυπολιτισμικό, εξαιτίας των Ελλήνων, Φράγκων, Εβραίων εμπόρων, ταξιδιωτών και στρατιωτών. Η οικονομική ευρωστία συμβαδίζει με την ανάπτυξη όχι μόνο της ναυτιλίας, αλλά και της βιοτεχνίας. Ο αντίκτυπος όλων αυτών των μεταβολών διαγράφεται στην κοινωνία με τη διαμόρφωση μιας νέας ταξικής διαστρωμάτωσης, στους δύο πόλους της οποίας βρίσκονται οι πλούσιοι ευγενείς και ο φτωχός λαός. Στους αιώνες της ιπποτικής παρουσίας στο νησί οι τέχνες ανθούν. Η νέα χωροταξία και η εκτεταμένη οικοδομική δραστηριότητα των ιπποτών μετέβαλλαν δραστικά το τοπίο της πόλης. Η βυζαντινή διάκριση της πόλης σε τρεις τομείς, διατηρήθηκε ως εξής: α. το Διοικητήριο ή το Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου, το οποίο είχε κτιστεί στο υψηλότερο βορειοδυτικό σημείο της πόλης, β. το Κάστρο ή Κολλάκιο (Chollachio), στο βόρειο μέρος της πόλης όπου βρίσκονταν τα σημαντικότερα κτίρια της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής, όπως τα Καταλύματα των Γλωσσών στην οδό Ιπποτών, η Παναγία του Κάστρου, ο Άγιος Ιωάννης, το Νοσοκομείο, η Αρχιεπισκοπή, η συνοικία των Ιπποτών, η Οπλοθήκη και ο Ναύσταθμος και γ. στη Χώρα (Burgus), η οποία βρισκόταν στο νότιο μέρος της πόλης. Η λιθόστρωτη οδός των Ιπποτών, μήκους 200μ. και πλάτους 6μ., ένας από τους καλύτερα διατηρημένους μεσαιωνικούς δρόμους, οδηγούσε από το Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου στο λιμάνι. Το κέντρο της οικονομικής δραστηριότητας βρισκόταν στην αγορά, την Magna et Communis Platea ή Macellus Rhodi, έναν φαρδύ και μακρύ δρόμο, πλάτους 40-50μ., που διέσχιζε την πόλη από τα δυτικά στα ανατολικά. Η κατάληψη της Ρόδου από τους Οθωμανούς το 1522 έθεσε τέλος στους "χρυσούς αιώνες" του νησιού. Η πόλη της Ρόδου άλλαξε όψη για άλλη μια φορά, με τη δημιουργία των ελληνικών εκτός των τειχών συνοικιών, την τροποποίηση των υπαρχόντων δημοσίων κτηρίων και την ανέγερση πολλών νέων, κυρίως τεμενών και λουτρών. Το 1912 η Ρόδος, όπως και ολόκληρη η Δωδεκάνησος, πέρασε στην ιταλική κυριαρχία. Οι Ιταλοί εφάρμοσαν ένα εκτεταμένο αναστηλωτικό πρόγραμμα των ιπποτικών μνημείων της πόλης και σε πολλές περιπτώσεις κατεδάφισαν τις οθωμανικές προσθήκες. Προέβησαν επίσης σε έργα υποδομής και εκσυγχρονισμού της πόλης. Το νησί ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος το 1948. Η μεσαιωνική πόλη της Ρόδου ως εξέχον δείγμα αρχιτεκτονικού συνόλου, στο οποίο μοναδικά διατηρούνται και συνυπάρχουν μνημεία ενδεικτικά του συγχρωτισμού και της συνύπαρξης πολλών πολιτισμών στο βάθος του χρόνου, ενεγράφη το 1988 στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
Ιουστινιανός Α' (περ. 482-565): Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (527-565). Διαδέχθηκε στον θρόνο τον θείο του Ιουστίνο Α΄. Από τις πρώτες ενέργειες του Ιουστινιανού ήταν η αναδιοργάνωση του φορολογικού συστήματος, ενώ συγκέντρωσε και επανακωδικοποίησε τους νόμους του Θεοδοσίου. Αναμείχθηκε προσωπικά και σε θρησκευτικές διαμάχες και συγκάλεσε την Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο (553). Ο Ιουστινιανός θεωρούσε τον εαυτό του πρωτίστως ως ορθόδοξο αυτοκράτορα και έλαβε σκληρά μέτρα κατά των εναπομεινάντων ειδωλολατρών. Πολλές από τις ενέργειές του, κυρίως σε πολιτικό και φορολογικό επίπεδο, προκάλεσαν την έντονη δυσαρέσκεια συγκλητικών και φατριών και οδήγησαν στη Στάση του Νίκα. Ανέπτυξε έντονη οικοδομική δραστηριότητα, χτίζοντας μόνο στην Κωνσταντινούπολη 30 εκκλησίες, ανάμεσα τους και την περίφημη εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Όσον αφορά στην εξωτερική πολιτική, αντιμετώπισε με επιτυχία τους Πέρσες και τους Βάνδαλους στην Ανατολή και επικεντρώθηκε στην ανάκτηση της Δύσης. Η επιθυμία του πραγματοποιήθηκε προσωρινά εξαντλώντας όμως την αυτοκρατορία, με αποτέλεσμα οι βάρβαροι της Βαλκανικής να λεηλατήσουν την ελληνική χερσόνησο μέχρι τον Ισθμό και βαρβαρικοί πληθυσμοί να εγκατασταθούν στα σύνορα. Οι πολεμικές του δραστηριότητες ωστόσο εξάντλησαν το Βυζάντιο σε χρήμα και στρατό και εν τέλει δεν είχαν ουσιαστικό αποτέλεσμα, καθώς η Ιταλία όπως και οι άλλες περιοχές που είχε κατακτήσει σύντομα χάθηκαν ξανά. Έτσι, μετά τον θάνατό του, η αυτοκρατορία, αποδυναμωμένη, θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει νέες επιθέσεις, με αποκορύφωμα τις αραβικές κατακτήσεις, που θα αναιρέσουν το μεγαλύτερο μέρος των εξωτερικών επιτευγμάτων του Ιουστινιανού.
Το νησί: Η Κρήτη, η Μεγαλόνησος του ελληνικού αρχιπελάγους, με την πρωταγωνιστική και ρηξικέλευθη ιδιοσυγκρασία και τον ιδιάζοντα χαρακτήρα του πολιτισμού της στιγμάτισε και συχνά καθόρισε τη ροή της ιστορίας του ελλαδικού χώρου. Με συγκροτημένο πολιτισμό ήδη από τους νεολιθικούς χρόνους τέθηκε στο προσκήνιο της αυγής του πολιτισμού στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο. Η μακραίωνη περίοδος ακμής του νησιού, στους χρόνους από το 2800 μέχρι το 1100 π.Χ., ταυτίστηκε με το μινωικό πολιτισμό. Η ανέγερση των παλαιών και νέων ανακτόρων της Κνωσού, της Φαιστού, των Μαλίων και της Ζάκρου, η ανάπτυξη πλήθους σημαντικών θέσεων όπως η Αγία Τριάδα, η Γόρτυνα, η Ζώμινθος, ο Μύρτος, η Φούρνου Κορυφή, κ.α., η ανάπτυξη μιας εκλεπτυσμένης, πλούσιας και ζωηρής τέχνης, η εμπορική θαλασσοκρατία των Μινωιτών με την εξάπλωση των προϊόντων, της κεραμικής, των τεχνουργημάτων και των καλλιτεχνικών τάσεων σε ολόκληρη την περιφέρεια της μεσογειακής λεκάνης είναι οι αδιάψευστοι μάρτυρες του βεληνεκούς και της ακτινοβολίας του μινωικού πολιτισμού. Η κατάρρευση του ανακτορικού συστήματος και η πτώση του μινωικού πολιτισμού ακολουθήθηκαν από τη διείσδυση των Μυκηναίων και το πέρασμα στην εποχή του σιδήρου, η οποία κάθε άλλο παρά την προηγούμενη αίγλη του νησιού θυμίζει. Στους ιστορικούς χρόνους, η Κρήτη δεν έχει χάσει μεν τη θέση της ως εμπορικό κέντρο, έχει όμως περάσει στο περιθώριο των εξελίξεων του ελληνικού κόσμου που συναρτώνται πια με τα μεγάλα κέντρα των Αθηνών, της Σπάρτης και της Μακεδονίας, αργότερα. Την εποχή αυτή σημαντικά αστικά κέντρα του νησιού εντοπίζονται στην Κνωσό, τη Λατώ, την Πραισό, την Κυδωνία και τη Γόρτυνα. Το 69 π.Χ. το νησί πέρασε βίαια στην κατοχή των Ρωμαίων. Έδρα της διοίκησής τους όρισαν τη Γόρτυνα, η οποία αναδείχθηκε σε σημαντικό κέντρο της εποχής. Στον πρώτο μεταχριστιανικό αιώνα η Κρήτη δέχτηκε το κήρυγμα του χριστιανισμού από τον Απόστολο Παύλο. Την οργάνωση των εκκλησιών στο νησί ανέλαβε το 63 ο μαθητής του Παύλου, Τίτος. Με τη διάδοση του χριστιανισμού, ανάμεσα στον 4ο και τον 8ο αι., οικοδομήθηκε μεγάλος αριθμός βασιλικών, γεγονός χαρακτηριστικό στην παλαιοχριστιανική εποχή. Μεταξύ αυτών, οι βασιλικές της Σούγιας, της Χερσονήσου, της Πανόρμου, της Ελεύθερνας, της Συβρίτου, του Φραγκοκάστελλου και της Γόρτυνας. Οι πηγές μαρτυρούν πως η Κρήτη αποτελούσε τότε μέρος της διοικητικής περιφέρειας της Μέσσιας (Dioecesis Moesiarum ή Illyricum Orientale), εξαρτώμενη άμεσα από την Εκκλησία της Ρώμης και πως η Επισκοπική Επαρχία της Κρήτης την εποχή αυτή αριθμούσε περίπου είκοσι επισκοπικές έδρες, με τη Γόρτυνα ως μητροπολιτική έδρα. Στην περίοδο της Εικονομαχίας, περί το 754, επί αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Ε’, η εκκλησία της Κρήτης αποσπάστηκε από τη Ρώμη και προσαρτήθηκε στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Η εμφύλια σύρραξη που ξέσπασε στην Κρήτη το 823 μεταξύ του Θωμά του Σλάβου και του αυτοκράτορα Μιχαήλ Β’ καθώς και μια σειρά εξεγέρσεων που έλαβαν χώρα στο δυτικό τμήμα της μεσογειακής λεκάνης –και συγκεκριμένα των Ανδαλουσιανών Αράβων ενάντια στο χαλίφη της Κόρδοβας- έμελλαν να αφήσουν τη Μεγαλόνησο ευάλωτη στους Άραβες. Οι εξεγερθέντες έχοντας εξοριστεί από την ιβηρική χερσόνησο και μην έχοντας πρόσβαση στα βόρεια παράλια της Αφρικής, προσέβλεψαν στην Κρήτη. Το 826 ξεκίνησε μια σειρά επιθέσεων, η οποία κατέληξε με εισβολή σαράντα πολεμικών αραβικών πλοίων στον κόλπο της Σούδας, πολυήμερη λεηλασία και κατάληψη τελικά του νησιού. Η Γόρτυνα ισοπεδώθηκε και οι Άραβες ίδρυσαν τη νέα τους πρωτεύουσα στη θέση της αρχαίας Ηράκλειας ανεγείροντας ένα ισχυρό φρούριο με βαθιές τάφρους, το οποίο ονόμασαν αλ-Χαντάκ, τον μεταγενέστερο Χάνδακα. Με αφετηρία τον Χάνδακα οι Άραβες οργάνωσαν ένα εκτεταμένο πλέγμα επιθέσεων στα νησιά του Αιγαίου, τα οποία βυθίστηκαν στην καταστροφή και την ερήμωση. Οι προσπάθειες του αυτοκράτορα Μιχαήλ Β’ για την ανάκτηση του νησιού μέχρι το 829, καθώς και η βραχυπρόθεσμα επιτυχής απόπειρα του αντιβασιλέως Μιχαήλ Γ’ το 843 δεν κατόρθωσαν να απαλλάξουν το νησί από την αραβική παρουσία. Τη σκυτάλη στην προσπάθεια εκτοπισμού των Αράβων ανέλαβε ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος, στα χρόνια της βασιλείας του οποίου αναδείχτηκε λόγω των στρατιωτικών του ικανοτήτων ο Νικηφόρος Φωκάς. Με τη διαδοχή του Πορφυρογέννητου από τον αυτοκράτορα Ρωμανό Β’, ο Νικηφόρος ανέλαβε το 960 εκστρατεία προκειμένου να απελευθερώσει την Κρήτη, η οποία μετά από πολύμηνες επιχειρήσεις κατέληξε τον επόμενο χρόνο στην παράδοση του Χάνδακα. Το νησί επέστρεψε ως θέμα στη βυζαντινή κυριαρχία και αναδιοργανώθηκε διοικητικά και εκκλησιαστικά από τον Φωκά. Υπό το φόβο μιας νέας αραβικής απειλής, η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε προσωρινά στην ενδοχώρα της περιοχής του Χάνδακα και οικοδομήθηκε ισχυρό τείχος. Στο θρησκευτικό τομέα, ο Φωκάς συνδέθηκε με πνευματικούς ανθρώπους, όπως ο Όσιος Νίκων ο Μετανοείτε και ο Άγιος Ιωάννης ο Ξένος, και αναδιοργάνωσε νέες επισκοπικές έδρες μακριά από τις ακτές, ενώ μετέφερε άλλες σε νέες τοποθεσίες. Στα τέλη του 10ου αι. οικοδομήθηκε στη Γόρτυνα ο ναός του Αγίου Τίτου ως μητροπολιτικός ναός πάνω στα ερείπια τρίκλιτης θολοσκεπούς βασιλικής της παλαιοχριστιανικής περιόδου. Ο ναός ανήκει στον σταυροειδή τρίκογχο αρχιτεκτονικό τύπο και στεγάζεται με τρούλλο. Η περίοδος της δεύτερης βυζαντινής κυριαρχίας στην Κρήτη διήρκεσε μέχρι την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204. Με την πτώση της πρωτεύουσας, παρεμβλήθηκε μια σύντομη –μέχρι το 1217- κατοχή του νησιού από τον Γενουάτη κόμη της Μάλτας, Ερρίκο Πεσκατόρε, ο οποίος μερίμνησε με ζέση για την ενίσχυση των φρουρίων του Χάνδακα, του Ρεθύμνου και της Σητείας, καθώς και για την τείχιση άλλων σημαντικών θέσεων του νησιού. Από το 1217 η Κρήτη εδραιώνεται ως μία από τις σημαντικότερες κτήσεις της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας. Ο Χάνδακας, με τη νέα βενετική του ονομασία Candia, εξακολουθεί να είναι η πρωτεύουσα και το διοικητικό κέντρο του νησιού, το οποίο διαιρέθηκε σε έξι τμήματα διοικούμενα από αντίστοιχους Βενετούς διοικητές. Η εγκατάσταση Ενετών αποίκων αύξησε τον πληθυσμό και ανατροφοδότησε την πόλη, η οποία αναμορφώθηκε δραστικά με την ενίσχυση της οχύρωσης και του λιμανιού και την πλούσια ανοικοδόμηση. Οι θαλάσσιοι εμπορικοί δρόμοι διευρύνθηκαν και το εμπόριο άνθισε. Η εκκλησιαστική οργάνωση διατήρησε τη βυζαντινή της μορφή, τοποθετήθηκαν όμως επικεφαλής των επισκοπικών εδρών ένας Έλληνας κι ένας Λατίνος επίσκοπος. Επανειλημμένες εξεγέρσεις των Κρητών κατά της ενετικής κυριαρχίας σημειώθηκαν σε όλη τη διάρκεια του 13ου αι., με αυτή των Σκορδίληδων και των Μελισσηνών στο α’ τέταρτο του αιώνα να ξεχωρίζει, καθώς έτυχε της υποστήριξης των βυζαντινών στρατευμάτων της αυτοκρατορίας της Νίκαιας του Ιωάννη Βατάτζη. Η επανάκτηση της πρωτεύουσας από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο το 1261 πυροδότησε λίγα χρόνια αργότερα επίσης νέο κύμα αναταραχών στο νησί. Ο κύκλος αυτών των επαναστάσεων έκλεισε με την απόπειρα των Ενετών φεουδαρχών μεταξύ του 1363 και 1364 να αποσχιστούν από τη Βενετία προβαίνοντας στη Διακήρυξη της Δημοκρατίας του Αγίου Τίτου. Με την άλωση της πρωτεύουσα της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους Οθωμανούς το 1453 η Κρήτη αναδεικνύεται σε καταφύγιο Κωνσταντινουπολιτών. Παρόλο που η εισροή νέου πληθυσμού αποτέλεσε αναμφίβολα σημαντική μεταβολή, η ομαλή συνύπαρξη που επιτεύχθηκε με τον ντόπιο πληθυσμό και τους Βενετούς, εξαιτίας της προβολής των Οθωμανών ως του κοινού κινδύνου, λειτούργησε γόνιμα και εποικοδομητικά για την Κρήτη, με αποτέλεσμα την κρητική αναγέννηση του 16ο και 17ου αι. Μεταξύ των ετών 1645 και 1669 λαμβάνει χώρα στο νησί ο Πέμπτος Ενετοτουρκικός πόλεμος. Οι Οθωμανοί που αποβιβάστηκαν και κατέλαβαν την Κρήτη το 1645, τρία χρόνια αργότερα άρχισαν να πολιορκούν το Χάνδακα. Το 1645 κατέλαβαν τα Χανιά και το 1646 το Ρέθυμνο. Από το Μάιο του 1648 και για 21 ολόκληρα χρόνια θα διαρκέσει η μνημειώδης πολιορκία της πόλης του Χάνδακα, η οποία σφυροκοπήθηκε από καθημερινούς βομβαρδισμούς και επιθέσεις, αλλά κατόρθωσε να αντέξει εφοδιαζόμενη από τη θάλασσα. Η τελευταία φάση της πολύχρονης πολιορκίας αρχίζει το 1666 με την έλευση των πολυάριθμων ενισχύσεων του πασά Φαζήλ Αχμέτ Κιοπρουλού (Köprülü Fazıl Ahmed Paşa). Η δεινή θέση στην οποία περιήλθαν οι πολιορκούμενοι ανάγκασε τον Βενετό στρατηγό Φραγκίσκο Μοροζίνι (Francesco Morosini) να προβεί σε συνθηκολόγηση με τους Οθωμανούς και να τους παραδώσει το νησί.
Αλέξιος Α' Κομνηνός: Αυτοκράτορας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από το 1081 ως το 1118, ιδρυτής της δυναστείας των Κομνηνών. Γιος του Ιωάννη Κομνηνού και της Άννας Δαλασσηνής, ξεκίνησε ως στρατηγός στον αυτοκρατορικό στρατό. Χρησιμοποιώντας τη θέση του αυτή επαναστάτησε και, έχοντας την υποστήριξη της στρατιωτικής αριστοκρατίας, κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη την 1η Απριλίου του 1081, οπότε και χρίστηκε αυτοκράτορας. Η αυτοκρατορία όπως την παρέλαβε ο Αλέξιος βρισκόταν σε πολύ κρίσιμη καμπή, καθώς έπρεπε να αντιμετωπιστούν εξεγέρσεις της αριστοκρατίας· οι Σελτζούκοι είχαν καταλάβει μεγάλο μέρος της Μικράς Ασίας, ενώ η πρωτεύουσα και οι παραδουνάβιες επαρχίες δέχονταν επιθέσεις. Οι επιδρομές αυτές συνεχίστηκαν με μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση για αρκετά χρόνια. Προκειμένου να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες, ο Αλέξιος στράφηκε στη Δύση, όπου σύνηψε συμμαχίες με τους Βενετούς και τους Γερμανούς. Όσον αφορά στην εσωτερική του πολιτική, προσπάθησε να εξυγιάνει και να αναζωογονήσει την οικονομία και το εμπόριο, αλλά και να συγκρατήσει την υποτίμηση του βυζαντινού νομίσματος, ενώ θεσμοθέτησε νέους διοικητικούς τίτλους για να αντικατασταθούν οι παλιοί. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αλεξίου, έλαβε χώρα και η πρώτη Σταυροφορία. Ο Αλέξιος προσπάθησε να αντιμετωπίσει με τη διπλωματία τους σταυροφόρους που κατέφθαναν κατά ομάδες στα εδάφη του και τους παραχώρησε πλοία για να περάσουν στη Μικρά Ασία. Έπειτα από πολλές διαπραγματεύσεις, οι αρχηγοί των σταυροφόρων δεσμεύτηκαν: από τις καταλήψεις τους να παραδώσουν σε βυζαντινή διοίκηση όσα εδάφη ανήκαν προηγουμένως ανήκαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ωστόσο, o Αλέξιος δεν κατάφερε να αποτρέψει την κατάληψη της Αντιόχειας και της Ιερουσαλήμ από τους σταυροφόρους. Πέθανε το 1118.
Η μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου: Ξεχωριστό δείγμα μεσαιωνικής μοναστικής αρχιτεκτονικής και τόπος υψηλού θρησκευτικού ενδιαφέροντος αποτελεί η Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο, μια από τις σημαντικότερες στο Αιγαίο.Η παράδοση αναφέρει ως εξόριστο στην άγονη Πάτμο περί το 95 μ.Χ., επί των διωγμών του αυτοκράτορα Δομιτιανού, τον αγαπημένο μαθητή του Ιησού, Ιωάννη, ο οποίος κατά την παραμονή του στο νησί συνέγραψε δύο από τα σημαντικότερα γραπτά κειμήλια της χριστιανικής πίστης, το Ευαγγέλιό του και την Αποκάλυψη. Η ίδρυση της μονής, άρρηκτα συνδεδεμένη με την παράδοση αυτή, έγινε το 1088 από τον όσιο Χριστόδουλο το Λατρηνό, ο οποίος ζήτησε από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ τον Κομνηνό και πέτυχε να του παραχωρηθεί με χρυσόβουλλο –μεταξύ άλλων- το νησί, προκειμένου να ιδρύσει ένα μοναστήρι προς τιμήν του Ευαγγελιστή. Η μονή οικοδομήθηκε στην κορυφή του βουνού, πάνω στα κατάλοιπα αρχαίου ναού και παλαιοχριστιανικής βασιλικής, και γύρω της αναπτύχθηκε ο οικισμός της Χώρας, με τον οποίο σήμερα συνανήκουν σε ένα αδιάσπαστο πυκνό και δαιδαλώδες αρχιτεκτονικό σύνολο.Το συγκρότημα περιβάλλεται από μεσαιωνικό τείχος, ακανόνιστου πολύπλευρου σχήματος και ύψους 15μ. Στον πολυεπίπεδο εσωτερικό χώρο, αναπτύσσονται πτέρυγες κελιών, βοηθητικά κτήρια, στοές και παρεκκλήσια των 16ου-17ου αι., τα οποία πλαισιώνουν και εξαίρουν το καθολικό. Ο σταυροειδής τετρακιόνιος εγγεγραμμένος με τρούλο ναός του όψιμου 11ου αι., με προσαρτημένα παρεκκλήσια της Παναγίας και του Χριστοδούλου, διασώζει τη δεύτερη φάση της τοιχογραφικής διακόσμησης των αρχών του 17ου, με αξιόλογες σπάνιες ευαγγελικές σκηνές, πιθανώς έργο καλλιτέχνη της κρητικής σχολής, ενώ το παρεκκλήσιο της Παναγίας φέρει σημαντικό τοιχογραφικό σύνολο της μνημειακής τάσης του τέλους του 12ου αι. Στην περιώνυμη βιβλιοθήκη και το σκευοφυλάκιο της μονής συγκεντρώνονται θησαυροί και κειμήλια ανεκτίμητης ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας, όπως σπάνιες συλλογές βυζαντινών και μεταβυζαντινών χειρογράφων, αυτοκρατορικά έγγραφα, βιβλία, εικόνες και έργα μικροτεχνίας. Η Μονή του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο, ένα μνημείο-παλίμψηστο αρχιτεκτονικής και θησαυροφυλάκιο του βυζαντινού πολιτισμού, το σπήλαιο της Αποκάλυψης και ο οικισμός της Χώρας ενεγράφησαν το 1999 στο Διεθνή Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, ως εξέχον σύνολο προσκυνηματικού κέντρου της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης, εξαίρετου αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος.
Το νησί: Η Πάτμος, στο βόρειο τμήμα του Δωδεκανησιακού συμπλέγματος, είναι ένα μικρό νησί με έδαφος βραχώδες και άγονο. Η ηφαιστιογενής σύσταση της γης και οι λιγοστές βροχές που στερούν το νησί από βλάστηση και καλλιέργειες, έστρεψαν τους κατοίκους προς τη θάλασσα και συνέθεσαν παράλληλα ένα τοπίο αφαιρετικό και απόκοσμο, κατάλληλο για να φιλοξενήσει την αποκαλυπτική συγγραφή του Ιωάννη του Θεολόγου. Την εικόνα της αρχαιότητας για την Πάτμο αποδίδουν επιφανειακά, διάσπαρτα και αποσπασματικά ευρήματα. Τα αρχαιολογικά στοιχεία περιορίζονται στην διαπιστωμένη απουσία μινωικών και μυκηναϊκών ενδείξεων και στα λιγοστά γεωμετρικά και αρχαϊκά κατάλοιπα, τα οποία περιγράφουν αμυδρά την προχριστιανική εποχή του νησιού. Η θέση Καστέλλι, στο κεντρικό τμήμα της δυτικής ακτής του νησιού, αποτελεί μέχρι σήμερα τον σημαντικότερο αρχαιολογικό χώρο του νησιού. Η κατοίκηση στην περιοχή επιβεβαιώνεται από τα ευρήματα της κεραμικής και λίθινα εργαλεία στην εποχή του Χαλκού, ωστόσο οι ενδείξεις οργάνωσης και τείχισης του χώρου χρονολογούνται στα ύστερα κλασικά χρόνια. Ο οικισμός στο Καστέλλι φαίνεται πως διατηρήθηκε μέχρι τη ρωμαϊκή περίοδο. Η λατρεία της Πατμίας Αρτέμιδος τεκμηριώνεται με ασφάλεια στο νησί από τα λείψανα ναού προς τιμήν της στη θέση που αργότερα υψώθηκε η Μονή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου. Το νησί ανήκε, όπως και η Λέρος, στη σφαίρα εξουσίας της κραταιάς Μιλήτου. Το ότι η Πάτμος αποτέλεσε τόπο εξορίας κατά τους ύστερους ρωμαϊκούς χρόνους υπήρξε ένα γεγονός που αναμφίβολα καθόρισε την ιστορία και εξέλιξη του νησιού. Μέχρι την ιστορική αυτή καμπή με την ίδρυση της μονής στους μέσους βυζαντινούς χρόνους, η παλαιοχριστιανική εποχή στην Πάτμο –σε αντίθεση με τα αρχαιολογικά στοιχεία στα περισσότερα νησιά του Αιγαίου- διαφαίνεται αδρά σε λιγοστά αρχιτεκτονικά ευρήματα, τα οποία μάλιστα διασώθηκαν επειδή εντοιχίστηκαν στην κατασκευή της μονής και των σπιτιών του οικισμού. Μακρά περίοδος ερήμωσης του νησιού καταγράφεται στους λεγόμενους σκοτεινούς αιώνες, 7ο έως 9ο αι., λόγω των καταιγιστικών επιδρομών και λεηλασιών των Αράβων πειρατών. Η παράδοση αναφέρει ως εξόριστο στην άγονη Πάτμο περί το 95 μ.Χ., επί των διωγμών του αυτοκράτορα Δομιτιανού, τον αγαπημένο μαθητή του Ιησού, Ιωάννη, ο οποίος κατά την παραμονή του στο νησί συνέγραψε δύο από τα σημαντικότερα γραπτά κειμήλια της χριστιανικής πίστης, το Ευαγγέλιό του και την Αποκάλυψη. Η ίδρυση της μονής, άρρηκτα συνδεδεμένη με την παράδοση αυτή, έγινε το 1088 από τον όσιο Χριστόδουλο το Λατρηνό, ο οποίος ζήτησε από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α’ τον Κομνηνό και πέτυχε να του παραχωρηθεί με χρυσόβουλλο –μεταξύ άλλων- το νησί, προκειμένου να ιδρύσει ένα μοναστήρι προς τιμήν του Ευαγγελιστή. Η μονή οικοδομήθηκε στην κορυφή του βουνού, πάνω στα κατάλοιπα του αρχαίου ναού της Αρτέμιδος και παλαιοχριστιανικής βασιλικής, και γύρω της αναπτύχθηκε ο οικισμός της Χώρας, με τον οποίο σήμερα συνανήκουν σε ένα αδιάσπαστο πυκνό και δαιδαλώδες αρχιτεκτονικό σύνολο. Η απειλή των πειρατικών καταστροφών και των δηώσεων δεν αποσοβήθηκε ποτέ για το νησί. Τούρκοι, Σαρακηνοί και Νορμανδοί επέδραμαν συστηματικά το 12ο αι. τραυματίζοντας την Πάτμο.Η ζωή ωστόσο αντιστέκεται με τον οικισμό να επεκτείνεται και να ενισχύεται, αλλά και τη Μονή να ολοκληρώνεται κτιριακά και να διακοσμείται με τα σπουδαία τοιχογραφικά σύνολα του τέλους του 12ου και των αρχών του 13ου αι. στην Τράπεζα και το παρεκκλήσιο της Παναγίας. Το 1309 το νησί καταλαμβάνουν οι Ιωαννίτες ιππότες. Τον επόμενο αιώνα η Πάτμος θα αποτελέσει πεδίο των πολέμων μεταξύ Βενετών και Οθωμανών, κατορθώνοντας στο τέλος να διατηρήσει τα προνόμιά της μέσω της μονής. Το 1522 τα νησιά θα περιέλθουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, γεγονός που εξασφάλισε στην Πάτμο κάποια σταθερότητα και γαλήνη. Σταδιακά, κατά τον 16ο και 17ο αι., ο εμπλουτισμός του πληθυσμού με πρόσφυγες από την Πόλη και την Κρήτη, σε συνδυασμό με την εντατικότερη ενασχόληση των ντόπιων με το εμπόριο και τη ναυτιλία, είχε ως αποτέλεσμα την άνοδο μιας νέας αριστοκρατικής τάξης στο νησί, η οποία συνδέθηκε με μια φάση ανάπτυξης και ευημερίας της Πάτμου. Σοβαρό πλήγμα στην ανάκαμψη έδωσε το 1659 η λεηλασία του νησιού από τον Βενετό Μοροζίνι, ως αντίποινα στην πράξη της μονής να διαπραγματευτεί με τους Τούρκους.Η διπλωματική αστοχία της μονής και τα συνακόλουθα καταστροφικά αποτελέσματα κλόνισαν τη φερεγγυότητά της και της στέρησαν από τότε το συγκεντρωτικό ρόλο που διαδραμάτιζε για την Πάτμο. Ο οικισμός από το 1669 άρχισε με την έλευση Κρητών προσφύγων από την πτώση του Χάνδακα να αυξάνεται και να επεκτείνεται, ενώ η αποδέσμευση από τον έλεγχο της μονής έδωσε ώθηση και ανάδειξε την τάξη των ναυτικών. Το 1713 ιδρύεται η Πατμιάδα Σχολή. Όλοι αυτοί οι παράγοντες συνέβαλαν ώστε να γνωρίσει η Πάτμος μια πρωτοφανή για το νησί περίοδο οικονομικής ευρωστίας και πνευματικής ανόδου.
Το κάστρο του Παντελίου: Το Κάστρο Παντελίου, σημαντικό μεσαιωνικό μνημείο της Λέρου, βρίσκεται στην ανατολική ακτή του νησιού, επί του λόφου Πίτυος (Απιτύκι), μεταξύ των οικισμών Πλατάνου και Αγίας Μαρίνας. Οι δύο εσωτερικοί περίβολοι της πρώτης οικοδομικής φάσης του κάστρου χρονολογούνται στους μέσους βυζαντινούς χρόνους. Επιβεβαιωμένο χρονικό όριο πριν το οποίο τοποθετείται η ανέγερσή τους είναι το έτος 1087, όταν εκδόθηκε αυτοκρατορικό χρυσόβουλλο του Αλεξίου Α’ Κομνηνού, με το οποίο το ήμισυ του κάστρου παραχωρήθηκε στον Χριστόδουλο Λατρηνό, ιδρυτή της μονής Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο, για λογαριασμό της μονής Παναγίας των Καστριανών στην Κω. Οι Ιωαννίτες Ιππότες από τα τέλη του 15ου μέχρι και τις αρχές του 16ου αιώνα προχώρησαν σε επισκευές των υφισταμένων βυζαντινών τειχών και στην ανέγερση του εξωτερικού περιβόλου του κάστρου, ο οποίος συμμορφώνεται απόλυτα με τις επιταγές της καθιέρωσης χρήσης των πυροβόλων όπλων. Οικόσημα ιπποτών και μαγίστρων διάσπαρτα στο κάστρο μαρτυρούν τη μέριμνα των Ιωαννιτών για την ενίσχυσή του. Εντός των τειχών σώζονται πέντε εκκλησίες, μεταξύ των οποίων αυτή της Παναγίας του Κάστρου. Ο ναός, ο οποίος οικοδομήθηκε στο τέλος του 17ου αιώνα μετά την θαυματουργή –σύμφωνα με την παράδοση- εμφάνιση της εικόνας της Παναγίας στην πυριτιδαποθήκη του κάστρου, σήμερα στεγάζει το Εκκλησιαστικό Μουσείο της Λέρου.
Το νησί: Το κάλλος του τοπίου, ο πλούτος των φυσικών πόρων και η χαρακτηριστική ανήσυχη και επικοινωνιακή νησιωτική ιδιοσυγκρασία της συνέθεσαν στους αιώνες την εικόνα ενός αιγαιακού τόπου με μακρά ιστορία και όγκο πολιτιστικής κληρονομιάς, δυσανάλογο του μεγέθους της Κω. Στη σύγχρονη φυσιογνωμία του νησιού σημαντικό μερίδιο κατέχουν ως ιστορικοί μάρτυρες οι αρχαιότητες της κλασικής εποχής, η πληθώρα μνημείων της παλαιοχριστιανικής περιόδου, καθώς και η αρχιτεκτονική και η πολεοδομική διαρρύθμιση της περιόδου της ιταλικής κατοχής. Η Κως είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί του δωδεκανησιακού συμπλέγματος και εντοπίζεται μεταξύ της Καρπάθου και της Nισύρου. Η πρώτη ανθρώπινη παρουσία και δραστηριότητα έχει επιβεβαιωθεί από τα αρχαιολογικά ευρήματα στη νεολιθική εγκατάσταση στο σπήλαιο της Άσπρης Πέτρας και στον οχυρωμένο οικισμό της πρώιμης χαλκοκρατίας στο λόφο των Σεραγιών στην πρωτεύουσα του νησιού. Κατάλοιπα ταφών με πλούσια κεραμικά κτερίσματα μαρτυρούν την μυκηναϊκή παρουσία στο νησί, γεγονός που ενισχύεται και από την αναφορά του ονόματος του νησιού στην Ιλιάδα, στον κατάλογο των πόλεων που έλαβαν μέρος στην Τρωική εκστρατεία. Οι ιστορικοί χρόνοι βρίσκουν την Κω να συμμετέχει μαζί με την Κνίδο, την Αλικαρνασσό και τις τρεις ροδιακές πόλεις στη Δωρική Εξάπολη, ένα είδος ομοσπονδίας των πόλεων που αποικίστηκαν από Δωριείς της Πελοποννήσου, ενώ αργότερα το νησί πέρασε στην κυριαρχία των Περσών, λαμβάνοντας μάλιστα μέρος και στην εκστρατεία κατά των ελληνικών πόλεων. Μετά την ήττα των Περσών, το 478 π.Χ., η Κως περιήλθε στην Α’ Αθηναϊκή Συμμαχία. Την περίοδο αυτή, φαίνεται πως πρωτεύουσα του νησιού είναι η Αστυπάλαια, στη θέση της σύγχρονης Κεφάλου. Στην Αστυπάλαια της Κω έχουν ανασκαφεί ναοί του 5ου αι. π.Χ. προς τιμήν της Δήμητρας, του Ασκληπιού και της Ομονοίας, θέατρο και τείχος. Το 366 π.Χ., και ενώ το νησί βρισκόταν υπό τον έλεγχο του περίφημου δυνάστη της Καρίας, Μαύσωλου, πραγματοποιήθηκε ο συνοικισμός των παλαιότερων οικισμών του νησιού και η ίδρυση της νέας πρωτεύουσας, Κω-Μεροπίδος, στη θέση της σύγχρονης πρωτεύουσας. Στους ελληνιστικούς χρόνους και παρά τις έριδες για την πολιτική της θέση μεταξύ των βασιλείων των διαδόχων της αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου, το νησί της Κω με τα μεγάλα του ιερά –μεταξύ των οποίων και το πανελλήνιο ιερό του Ασκληπιού- αποτελεί σημαίνον θρησκευτικό κέντρο. Την εποχή αυτή ακμάζει και ο αρχαίος οικισμός της Αλάσαρνας, στη θέση της σύγχρονης Καρδάμαινας. Η καταβολή υψηλής φορολογίας στη Ρώμη, αλλά και τα πλούσια δημόσια έργα και οι μετασκευές και προσθήκες στα αρχαία ιερά χαρακτηρίζουν την περίοδο της ρωμαιοκρατίας στην Κω, από τον 2ο αι. π.Χ. και εξής. Γεγονότα που ξεχωρίζουν στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες είναι η επίσκεψη του Αποστόλου Παύλου στο νησί (57) και η διδασκαλία του χριστιανισμού, καθώς και ο ισχυρός σεισμός του 142. Επί Διοκλητιανού (284-305) η Κως ενσωματώθηκε στο βασίλειο της Καρίας (regio Cariae) και στην Επαρχία των Νήσων (Provincia Insularum). Καθώς ο χριστιανισμός εξαπλώνεται στο Αιγαίο, η Κως ήδη από νωρίς αποκτά επισκοπή, όπως επιβεβαιώνεται από την πληροφορία ότι στις οικουμενικές συνόδους της Νίκαιας (325) και της Χαλκηδόνος (451) έλαβαν μέρος οι επίσκοποι Μελίφρων και Ιουλιανός, αντίστοιχα. Η έναρξη της παλαιοχριστιανικής εποχής στην Κω φαίνεται πως οριοθετείται από έναν ακόμη ισχυρό σεισμό, αυτόν του 469, ο οποίος προκάλεσε σοβαρές φθορές σε ολόκληρο το νησί και είχε ως αποτέλεσμα την εγκατάλειψη πολλών αρχαίων ιερών. Η οικοδόμηση παλαιοχριστιανικών βασιλικών τον 5ο και 6ο αι. στο νησί είναι εντυπωσιακή και καταδεικνύει όχι μόνο την επικράτηση του χριστιανισμού, αλλά και τον πλούτο και την ευμάρεια της εποχής. Μέχρι σήμερα έχουν ανασκαφεί 18 βασιλικές και οικισμοί σε τρεις περιοχές της υπαίθρου (Μαστιχάρι, Καρδάμαινα, Κέφαλος) και έχουν εντοπιστεί τουλάχιστον άλλες 16, ενώ στην πόλη της Κω οι ανασκαφές έχουν φέρει στο φως ιδιωτικά κτήρια με πλούσια ψηφιδωτά δάπεδα. Βιοτεχνικές εγκαταστάσεις, όπως κεραμικοί κλίβανοι και εργαστήρια υαλουργίας, αλλά και η παραγωγή μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μελών και ψηφιδωτών, παρέχουν ενδείξεις για τις εμπορικές δραστηριότητες των κατοίκων και αποδεικνύουν τη ζωντάνια της πόλης και της υπαίθρου. Η μέχρι πρότινος ισχύουσα άποψη ότι η ακμάζουσα παλαιοχριστιανική εποχή της Κω έλαβε τέλος με το σεισμό του 554 φαίνεται πως σταδιακά εγκαταλείπεται, βάσει και των νεώτερων ανασκαφικών δεδομένων, σύμφωνα με τα οποία η ζωή στην Κω συνεχίστηκε μέχρι τα μέσα του 7ου αι. και τις αραβικές επιδρομές του 654/655. Το διάστημα μεταξύ των αρχών του 5ου και τις αρχές του 7ου αι. το νησί χειμάστηκε από επιδρομές Βανδάλων, Ισαύρων, Ονογούρων, Βουλγάρων και πιθανώς Αβαροσλάβων. Ο 7ος αι. σημαδεύτηκε από την επίθεση και δήωση του νησιού από τους Πέρσες του Χοσρόη Β’ και τους Άραβες του Μωαβία. Μέχρι τα μέσα του 11ου αι., την εποχή των λεγόμενων "σκοτεινών αιώνων" των συστηματικών αραβικών επιθέσεων στα νησιά του Αιγαίου, της συρρίκνωσης των οικισμών και του γενικότερου κλίματος φόβου και επισφάλειας, ελάχιστες είναι οι πληροφορίες για το νησί.Μεταξύ αυτών, καταγράφεται η διοικητική ένταξη της Κω στο θέμα των Κιβυρραιωτών. Μετά την ήττα των βυζαντινών στο Μαντζικέρτ (1071) και τις επιδρομές σελτζουκικών και τουρκμανικών φύλων στη Μ. Ασία, η Κως έγινε τόπος υποδοχής προσφύγων, μεταξύ των οποίων και ο μοναχός Χριστόδουλος Λατρηνός, ο μετέπειτα ιδρυτής της Μονής Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο. Στο μοναχό δωρήθηκαν με χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Αλεξίου Α’ Κομνηνού δύο περιοχές, «το τε Καστέλον εγχωρίως λεγόμενον ...και το του Πιλέ επονομαζόμενον», όπου Χριστόδουλος ίδρυσε τη Μονή της Θεοτόκου, γνωστή και ως Μονή της Παναγίας των Καστριανών, και οικοδόμησε πάνω στο λόφο το κάστρο του Παλαιού Πυλίου. Το 12ο αι. οι Βενετοί διεκδικούν την Κω. Τα χρόνια μεταξύ 1124 και 1126 το νησί υπέστη ενετικές επιδρομές μετά την άρνηση του Ιωάννη Β’ Κομνηνού να αναγνωρίσει στους Βενετούς προνόμια στα νησιά, ενώ το 1198 με χρυσόβουλλο του Αλεξίου Γ’ Αγγέλου επικυρώθηκαν τελικά τα ποθητά ενετικά οικονομικά προνόμια σε περιοχές της αυτοκρατορίας, μεταξύ των οποίων και η Κως. Με την πτώση της Κωνσταντινούπολης στους Φράγκους το 1204, η Κως περιέρχεται στην εξουσία του Λατίνου αυτοκράτορα, σύμφωνα με την Partitio Romaniae, χωρίς όμως να υπάρχει γραπτή μνεία για την ίδρυση λατινικής επισκοπής. Σύντομη κατάληψη του νησιού από τον Ιωάννη Βατάτζη σημειώθηκε το 1224, ενώ το 1284 -μετά από μια περίοδο ταλαντεύσεων μεταξύ Βυζαντινών και Ενετών- η Κως καταλαμβάνεται οριστικά από τους Ενετούς. Οι Ιωαννίτες ιππότες φθάνουν στην Κω στα χρόνια 1306-1309. Νέες παλινδρομήσεις μεταξύ Βυζαντινών, Ενετών και Ιωαννιτών αυτή τη φορά καταλήγουν στην οριστική επικράτηση των τελευταίων από το 1337 και εξής. Οι ιππότες κατά τον 14ο αι. προβαίνουν σε αμυντικά έργα στο νησί, τα οποία περιλαμβάνουν επισκευές των υφισταμένων τειχών στην Αντιμάχεια και την πόλη της Κω. Στο κάστρο της Κω μάλιστα, γνωστό και ως κάστρο της Νεραντζιάς, οικοδομήθηκε ισχυρό περιμετρικό τείχος με μεγάλους προμαχώνες. Στο α’ μισό του 15ου αι. το νησί επλήγη από επιθέσεις των Αιγυπτίων (1440 και 1444). Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από το σουλτάνο Μωάμεθ Β’, τη σκυτάλη των επανειλημμένων επιθέσεων λαμβάνουν οι Οθωμανοί για το υπόλοιπο του αιώνα, με μεγαλύτερη αυτή του 1457, όταν πολιορκήθηκε το κάστρο της Αντιμάχειας, με αποτέλεσμα να καταστραφεί και να ερημωθεί η κωακή ύπαιθρος. Το 1493 ισχυρός σεισμός ολοκληρώνει την αλγεινή εικόνα εγκατάλειψης. Τρεις δεκαετίες μετά, το 1523, η Κως παραδόθηκε στους Οθωμανούς του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς έπειτα από συνθηκολόγηση των Ιωαννιτών ιπποτών στη Ρόδο το 1522. Υποτελής κεφαλικού φόρου πια, η Κως έχασε τα εύφορα εδάφη της, τα οποία με τη μορφή τιμαρίων ή βακουφίων εκχωρήθηκαν στους Οθωμανούς.


Βιβλιογραφία (4)

1. Βασιλειάδου Μ., Λέρος – Μεταξύ Ανατολής και Δύσης, Αθήνα, 31.07.2005

2. Δρελιώση-Ηρακλείδου Α, Μιχαηλίδου Μ., Λέρος: Από την Προϊστορία έως το Μεσαίωνα, Αθήνα, 2006

3. Στεφανίδου Α., ‘Κάστρο Παντελίου’ σε Ενετοί και Ιωαννίτες Ιππότες. Δίκτυα οχυρωματικής αρχιτεκτονικής, Αθήνα, 2001

4. Ενημερωτικό φυλλάδιο Αρχαιολογικού Μουσείου Λέρου, ΤΑΠΑ, Λέρος


Σχόλια (0)