Ο ναός της Αγίας Σοφίας
Ο ναός της Αγίας Σοφίας, που σήμερα λειτουργεί ως
μουσείο, βρίσκεται στη βορειοανατολική πλευρά της πλατείας Σουλταναχμέτ,
απέναντι από το Μπλε Τζαμί. Ο ναός που βλέπουμε σήμερα είναι ο τρίτος που κτίστηκε
στην ίδια θέση: η αρχική Αγία Σοφία, που ιδρύθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο ,
καταστράφηκε από πυρκαγιά το 404, όταν στην Κωνσταντινούπολη ξέσπασαν ταραχές
εξαιτίας της εκθρόνισης του Πατριάρχη Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ενώ ο
ανακαινισμένος από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο το Β’ ναός έπαθε ανεπανόρθωτες
βλάβες το 532, επίσης από πυρκαγιά, κατά τη Στάση
του Νίκα . Οι ναοί την Αγίας Σοφίας και της Αγίας Ειρήνης ήταν
αφιερωμένοι σε ιδιότητες του Θεού και αποτελούσαν από κοινού τους ναούς του
Πατριαρχείου. Ωστόσο, μόνον η Αγία Σοφία έμεινε γνωστή στην ιστορία ως η «Μεγάλη
Εκκλησία».
Η κατασκευή του ναού άρχισε αμέσως μετά την καταστολή
της Στάσης από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό
και ανατέθηκε στους μηχανικούς Ανθέμιο από τις Τράλλεις και Ισίδωρο από τη
Μίλητο. Η οικοδόμηση ολοκληρώθηκε σε πέντε χρόνια και έντεκα μήνες και τα εγκαίνια
τελέστηκαν πανηγυρικά το Δεκέμβριο του 537. Ο ναός της Αγίας Σοφίας θεωρείται
ένα από τα λαμπρότερα κτίρια της τότε οικουμένης – αν ο ναός αυτός ήταν το μόνο
κτίριο που μας είχε διασωθεί από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, ακόμη και τότε θα
άξιζε να μελετάμε και να θαυμάζουμε τον Βυζαντινό πολιτισμό. Ο ιστορικός Προκόπιος στο έργο του «Περί Κτισμάτων»
περιγράφει τη λαμπρότητα και τη μεγαλοπρέπεια του ναού που άφηνε κατάπληκτους
του πιστούς με το μέγεθος, την ομορφιά, την ποικιλία και τον πλούτο της
διακόσμησης. Στο ίδιο έργο δίνει επίσης πληροφορίες για την κατασκευή του και
αναφέρει τα τεχνικά προβλήματα που αντιμετώπισαν οι αρχιτέκτονες κατά την
ανέγερση ενός τόσο μεγάλου κτιρίου, τα οποία διορθώθηκαν, όπως γράφει, χάρη
στην ιδιοφυία του Ιουστινιανού που με
σοφία συμβούλευε τους αρχιτέκτονες. Ο ναός της Αγίας Σοφίας όφειλε να ήταν
μεγαλύτερος, μεγαλοπρεπέστερος και λαμπρότερα διακοσμημένος από το ναό του
αγίου Πολύευκτου που λίγα χρόνια πριν είχε ιδρύσει η ζάπλουτη Ιουλιανή Ανικία, που
ήλπιζε να ανεβάσει στο θρόνο το γιό της Ολύβριο.
Η
Αγία Σοφία συνδυάζει τον τύπο της βασιλικής
με τρούλο με τον τύπο περίκεντρου κτιρίου , και η κατασκευή της υπήρξε
επαναστατική και καινοτόμα για την εποχή της. Η κάτοψη του ναού σχηματίζει ορθογώνιο
διαστάσεων 77 επί 71 μέτρων που καταλήγει ανατολικά στην αψίδα του ιερού, ενώ δυτικά
προστίθενται νάρθηκας και εξωνάρθηκας και μια μεγάλη υπαίθρια αυλή που περιβαλλόταν από στοές. Στο εσωτερικό, στο κέντρο του
κυρίως ναού, τέσσερις μεγάλοι πεσσοί υψώνονται
στις γωνίες ενός τετραγώνου πλευράς 31 μέτρων. Οι πεσσοί
συνδέονται μεταξύ τους με τέσσερα τόξα, από τα οποία το βόρειο και το νότιο είναι
πολύ ρηχά, ενώ το ανατολικό και το δυτικό απλώνονται προς τουε εξωτερικούς τοίχους σχηματίζοντας μεγάλες κόγχες στα ανατολικά και τα δυτικά του κεντρικού τετραγώνου. Ο τρούλος εσωτερικά στηρίζεται από σαράντα νευρώσεις,ανάμεσά τους, στο κατώτερο τμήμα του τρούλλου , ανοίγονται σαράντα παράθυρα, τα οποία φέρουν το φως στο εσωτερικό του κεντρικού κλίτους. Τα πλάγια κλίτη διαθέτουν
υπερώα : από το νότιο υπερώο
παρακολουθούσαν τη θεία λειτουργία και τις υπόλοιπες ακολουθίες ο αυτοκράτορας,
η οικογένειά του, οι ανώτατοι αξιωματούχοι και οι αυλικοί του παλατιού. Η είσοδος
στον κυρίως ναό γίνεται από τις πέντε θύρες του νάρθηκα ,
από τις οποίες η κεντρική είναι γνωστή ως «Βασίλειος Πύλη».
Η
εκκλησία δε φημίζεται μόνο για την αρχιτεκτονική της, αλλά και για τη
μυστικιστική ατμόσφαιρα που δημιουργεί το φως μέσα στον ναό, καθώς αντανακλάται
στα πολύτιμα υλικά που λάμπουν στο εσωτερικό του. Τα παράθυρα που ανοίγονται
περιμετρικά στον τρούλο διαχέουν το φως και
δίνουν την εντύπωση της ελαφρότητας και της εξαΰλωσης, δημιουργώντας την
ψευδαίσθηση ότι οι θόλοι αιωρούνται και ο τρούλος κρέμεται από τον ουρανό. Εσωτερικά
ο πλούτος και η πολυτέλεια των υλικών προκαλούν το θαυμασμό. Σύμφωνα με τον Προκόπιο, κίονες, μάρμαρα, έργα τέχνης και
πολύτιμα υλικά μεταφέρθηκαν από όλες τις επαρχίες της αυτοκρατορίας προκειμένου
να εκπληρωθεί το όραμα του Ιουστινιανού.
Οι πεσσοί και οι τοίχοι του μεσαίου
κλίτους έχουν εξωτερικά επενδυθεί με ορθομαρμαρώσεις
από πράσινες, γκριζοκίτρινες και σκούρες μπλε μαρμαρόπλακες, διατεταγμένες με τέτοιον
τρόπο ώστε οι φλέβες τους να σχηματίζουν συμμετρικά σχέδια, ενώ οι κίονες στις
κόγχες εκατέρωθεν της αψίδας του ιερού και την είσοδο είναι κατασκευασμένοι από
πανάκριβο, ακόμη και τότε, πορφυρό γρανιτόλιθο (πορφυρίτη). Τα αρχιτεκτονικά
γλυπτά του ναού, κιονόκρανα , γείσα και
πλαίσια θυρών, φέρουν λεπτουργημένο ανάγλυφο διάκοσμο, που συχνά έχει αποδοθεί
με τη χρήση λεπτού τρυπανιού, ώστε τα ανάγλυφα σχέδια να είναι σαν δαντέλλες
που περιβάλλουν τα κυρίως μέλη.
Από
τα έξοχα ψηφιδωτά του ναού σώζονται
σήμερα μόνο ψήγματα. Τμήματα του ιουστινιάνειου διακόσμου διατηρούνται στα εσωρράχια των τοξοστοιχιών του μεσαίου κλίτους,
στους θόλους των πλαγίων κλιτών και των υπερώων και στην παρυφή της αψίδας. Ο
διάκοσμος ήταν ανεικονικός (δεν περιλάμβανε ανθρώπινες μορφές) και
αποτελούνταν από φυτικά μοτίβα και γεωμετρικά σχήματα τοποθετημένα σε χρυσό
βάθος.
Οι
παραστάσεις που σώζονται σήμερα φιλοτεχνήθηκαν μετά τη λήξη της Εικονομαχίας , το 843, και διατηρήθηκαν επειδή
καλύφθηκαν με σοβά κατά την περίοδο που ο ναός λειτουργούσε ως τζαμί. Η Παναγία
Βρεφοκρατούσα παρουσιάζεται ένθρονη στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας του ιερού, πλαισιωμένη από αρχαγγέλους,
ενώ στα λοφία του τρούλου διατηρούνται εξαπτέρυγα Σεραφείμ .
Στους τοίχους του κεντρικού κλίτους, ψηλά ανάμεσα στα παράθυρα, σώζονται μορφές
ιεραρχών και προφητών. Στο τύμπανο πάνω από τη θύρα του διαδρόμου που οδηγούσε
από το παλάτι προς το νάρθηκα, η ένθρονη
Παναγία Βρεφοκρατούσα πλαισιώνεται από τον Μεγάλο
Κωνσταντίνο που της προσφέρει ομοίωμα της Κωνσταντινούπολης και τον Ιουστινιανό που της προσφέρει ομοίωμα
της Αγίας Σοφίας, υπενθυμίζοντας στους μελλοντικούς αυτοκράτορες τους αφιερωτές
της Πόλης και του ναού. Στο ημικυκλικό τύμπανο πάνω από την κεντρική (τη
Βασίλειο) θύρα του νάρθηκα εικονίζεται αυτοκράτορας να κάνει μετάνοια μπροστά στον
ένθρονο Χριστό, που πλαισιώνεται από μετάλλια με την Παναγία και έναν
αρχάγγελο. Ο αυτοκράτορας αυτός είναι κατά πάσαν πιθανότητα ο Λέων ΣΤ’ που εικονίζεται στη στάση αυτή σε
ένδειξη μεταμέλειας για τον τέταρτο γάμο που συνήψε, που ήταν παράνομος κατά το
εκκλησιαστικό δίκαιο.
Στο
βόρειο υπερώο υπάρχει ψηφιδωτή παράσταση
του αδελφού του Λέοντα ΣΤ’, Αλέξανδρου,
με τυπικά αυτοκρατορικά ενδύματα, που μάλλον φιλοτεχνήθηκε στη διάρκεια της
σύντομης βασιλείας του το 912-913. Στον ανατολικό τοίχο του νότιου υπερώου σώζονται
οι δύο αναθηματικοί ψηφιδωτοί πίνακες των αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου Μονομάχου
και Ζωής, που χρονολογείται κοντά στο έτος ανάρρησης στο θρόνο του
Κωνσταντίνου, γύρω στο 1044, και του Ιωάννου Κομνηνού με την Ειρήνη, γύρω στο
1118. Στο νότιο υπερώο σώζεται επίσης η γιγαντιαίων διαστάσεων παράσταση της
Δέησης, με το Χριστό να πλαισιώνεται από τις μορφές της Παναγίας και του
Προδρόμου, που μεσιτεύουν για τη σωτηρία των ανθρώπων· ίσως πρόκειται για
αφιέρωμα του ίδιου του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ του Παλαιολόγου, για την ανάκτηση
της Κωνσταντινούπολης το 1261.
Το
μνημείο έχει υποστεί αρκετές επισκευές και τροποποιήσεις στο πέρασμα των
αιώνων. Ο αρχικός τρούλος κατέρρευσε
λόγω σεισμού το 558 και ανακατασκευάστηκε κατά 6 μέτρα ψηλότερος από τον
Ισίδωρο το Νεότερο. Το τεράστιο βάρος του φαίνεται ότι δεν αντιστηριζόταν
επαρκώς, γεγονός που προκάλεσε την παραμόρφωση της βάσης του τρούλου, την κλίση
των πεσσών και των αντηρίδων προς τα
πίσω, και τη διεύρυνση του ανατολικού και του δυτικού τόξου. Το 989 ο Αρμένιος
αρχιτέκτονας Trdat
(Τιριδάτης) μετακλήθηκε στην Πόλη και πραγματοποίησε εργασίες αποκατάστασης στο
δυτικό τόξο και σε τμήματα του τρούλου
που είχαν καταπέσει μετά από σεισμό. Το ανατολικό τμήμα του τρούλου κατέπεσε
άλλη μια φορά, το 1346. Το 16ο αιώνα έγιναν πρόσθετες επισκευές και προστέθηκαν
οι τέσσερις μιναρέδες που εξακολουθούν να υψώνονται στις γωνίες του κτιρίου.
Άλλη μια επισκευή μεγάλης κλίμακας έγινε την περίοδο 1847-1849 από τους
Ελβετούς αρχιτέκτονες Γκασπάρ και Τζιουζέπε Φοσσάτι.
Ο
ναός, σε όλη τη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αποτέλεσε την έδρα του
Πατριαρχείου. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το
1204 ο ναός έγινε καθεδρικός για το Λατίνο αρχιεπίσκοπο, ενώ μετά το 1453
μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος. Έκτοτε, παρέμεινε χώρος λατρείας μέχρι
την ανακήρυξή του σε μουσείο το 1935.
Βιβλιογραφία (11)▼
Σχόλια (0)▼
Νέο Σχόλιο▼